Την ώρα που περνούσε το οργανάκισκορπίζοντας παντού μελαγχολιάέβγηκε απ' το φτωχό της το σπιτάκισε μια πλεξίδα ακόμα τα μαλλιάΚαβάλα απ' το σαριάνι του γυρνώνταςτην είδε και με στάση αρχοντικήτα λόγου του το βήμα σταματώνταςτης πέταξε μια λέξη ερωτικήαυτή εκοντοστάθηκε λιγάκιτην ώρα που περνούσε το οργανάκιΤην άλλη μέρα πέρασε και πάλιτο ωραίο πλουσιόπαιδο απ' εκείκαι γύρισε της κόρης το κεφάλιγια την χαινομιλία μαγικήτης είπε τόσα πράγματα ωραίακαι τόσο ήταν άπειρη κι απλήπου πίστεψε και του δώσε νινέαδειλά δειλά το πρώτο της φίλικαι έτσι αρχινά το δραματάκιτην ώρα που περνούσε το οργανάκικαι αρχιστείτε ναbungलείlure you to my gazeκαι θα δημοσιοποιήσετε τη ζωήΕυχαριστώ πολύκαι CanadaisΝα γίνει φαντάσου πια ο κόσμοςΤι θα πειΑυτήΈβρεξε ένα άσπρο μαντήλακιΤην ώρα που περνούσε το γαμάκιΚατάλαβε το τι την περιμένειΜα ήλπιζε ακόμα τις βραδιέςΣαν ένιωθε με πίκρα η καημένηΠως μέσα της χτυπούσαν δυο καρδιέςΕκείνος όμως άθλιος πατέραςΣαν είδε πως εκόντευε ο καιρόςΣτα ξένα εταξίδεψε το τέραςΚαι χάθηκε απ' το θύμα του εμπορόςΠου έκανε ορφανό ένα πελάκιΤην ώρα που περνούσε το γαμάκιΠεράσαν χρόνια μάλιν παντρεμένοςΠαίρνοντας κάποιο βράδυ ευτυχήςΡωτά γιατί είναι ο κόσμος μαζεμένοςΑπ' έξω από την πόρτα της φτωχήςΚρεμάστηκε του λένε μια ζητιάΚαι αφήνει αυτό το έρημο παιδίΔεν είχε να το θρέψει η δολιά η μάναΠου είναι ο προκομμένος να το ειδεί**Αυτός τα χείλη εβάγκωσε λιγάκιΤην ώρα που περνούσε το γαμάκι*