Ανόησες για μια στιγμή το πόλεροκαι το καφέ Πορτό καλή σου μεσοφόρηΑυγούστος ήτανε, δεν ήτανε θερόκαι όταν που φεύγαμε πουλούκια η ΣταυροφόρηΑντιέρες παγιωμένοι που ανέμουν συνοδιάκαι ξεκινούσαν οι καλέρες του θανάτουστ' ορογοφύζια να τριχιάζουν τα παιδιάκαι ο χαίρος έλιαζε ακαμάτι στα χαλπά τουΤου Ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριάκαι στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλιΤραβέρσο ανάποδο πορεία μπρος στο βοριάΤράβα μπροστά ξοπίζω εμείς και μη σε μέλιΚάτω απ' τον ήλιο αναγκαλιάζαν οι αγκαλιέςκαι φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιπόλιαΤις νύχτες τέρφες απομέναν οι αγκαλιέςτότες που σε έφεραν κατσιβέλες στην πόλιαΑτσίγκανε και αφέτη μου με τι να σε στολίσωφέρτε το μαύρο Ιτανικό σκουτίτο πορφυρόΣτον τοίχο της Κεσάριανης μας φέραν από πίσωκαι σε ένα τρίχιο ανάστημα ζηλώσαν το σωρόΟ Βέλες απ' το δίστομο φέρτε νερό και ξίδικι απάνω στη φοράδα σου βεβαίνω στα γροντάΣτη Ρεγιάκινο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδιμέσα απ' τα λείψα σμέρα της χωράφια τα νύχταΠάντα του βάλτου αναστροφή φτενή δίχως καρένασύνεργα που σκουριάζουνε σε γηφτική σπηλιάΣτα ριχοράκια να μεθάνε στην έρημη αρένακαι στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά