Μάνα της πρώτες μου φασκές
τις έπλεξες μαλλιφασκές και τα πεινά της σκέντησες
Μάχομαχομα και σπυρί φέξαν καλύτερη καιρή
και σαν αφέντη μέντησες
Ως μου μοιάδισε χτυβραδιά
κάτι
παράξενα παιδιά
φώναξανε βοήθεια
Και
τείχο τείχο και γωνιά
βγήκα στην άλλη γειτονιά
να μάθω την αλήθεια
Μάνα
στα χρόνια τα παλιά ήμουν αγρίμι σε φωλιά
κι ό,τι κι αν μου πες το κανά
Χωρίς ποτέ να
φανταστώ πως κάποια μέρα θα πιαστώ
Στου φόνη
κουταβό κανά
Τώρα στην άλλη
γειτονιά
γίναν τα στόμα τα χωνιά κι
ουρλιάζουνε βοήθεια
Μα εγώ σηκώνοντας σταυρό
ήρθα κοντά σου για να βρω
του κόσμου την αλήθεια