Από πού να έρχονταν αυτός ο ξένος. Τι ζητούσε.
Ο δρόμος του ερχόταν από το χτες ή από το αύριο.
Στα άλλους τα μαλλιά του ήταν στάχτες και σταγόνες δροσιάς.
Φανερό πως είχε οδηπορήσει μες τη νύχτα
και ίσως να είχε περάσει από τη φωτιά κάτω από τα ποκαίδια.
Στη φωνή του αναγνωρίζαμε.
Το τρίξιμο της πόρτας όταν ανοίγουν να μας φέρουν αζεστό.
Όταν στον ίσιο της μάντρας, τα θερνά μεσημέρια,
συνάζονται μαστόροι και τεχνίτες, χειρόνεκτες και τελειματάρεντες
και κουβαντιάζουν για το μεροκάματο,
απλοποιώντας το χρόνο,
στρογγυλεύοντας τη ζωή σε δυο μονάχα κανονικά ημισφέρια,
το ένα φωτεινό και το άλλο σκοτεινό.
Ενώ ο ξένος συνέχιζε μόνος,
του πιο πέρα.
Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται,
προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,
είναι δικά μας, μπορούμε να τα δώσουμε.
Αρκεί να σπάσουμε την πολιορκία της στιγμής, έλεγε.
Πώς, πες μας, δεν απάντησε.
Αρκεί να θυμηθούμε.
Μαγικ delegates
Οι Μέλισσες ήταν πολλές στον κήπο
κι εμείς τόσο κοντά στα πράγματα
που μέναμε απόμακρη.
Και δεν μπορούσαμε να ενώσουμε
μες στην ιδέα της Μέλισσας
το κεντρή και το μέλη της.
Ύστερα, πλάττεινε ο χρόνος
και η βοήγη,
και γνώση
σε μια ανεπιστροφή
από το μακριά
εδώ στον ενωμένο χρόνο
όπου κάθε νύχτα τα βαθράκια υπάρχουν
μέσα στον κάμπο
και ο κάμπος μέσα στα βαθράκια
λέω για τότε
που ακόμη και τα στέρια
φαίνονταν υπερφυσικά
και ασύστατα
και έπρεπε να μεσολαβήσει η διαλλακτική
η σιωπή και ο χρόνος
ώσπου να ξαναβρούν τη φυσικότητά τους
οι απέραντες νύχτες
οι μέλησες και τα άστρα
μέσα στον άπειρο κάμπο
ο κάμπος
και η σιωπή
και ο χρόνος
όλα δικά μας
πιο δικά μας με τη μνήμη μας
έλεγε ο ξένος
είναι πάντα μια γέννηση
έλεγε ο ξένος
και ο θάνατος
μια πρόσθεση
όχι αφαίρεση
τίποτα δεν χάνεται
για τούτο οι άντρες
όταν νιώθουν το φόβο
απ' τη δουλειά
απ' τη φθορά
απ' το κενό
απ' τις εφημερίδες
απ' τη μνήμη των πολέμων
απ' το τρίξιμο στις κλειδώσεις των δαχτύλων τους
ή απ' την γραυγή του ήλιου που σφινώνεται
μέσα στα κόκαλά τους
αρπάζουν τις γυναίκες
όπως αρπάζουν τα χλαδιά
ή τις ρίζες ενός δέντρου πάνω απ' τον κρεμό
και ορούνται εκεί πάνω
σαν να παλεύουν
ή να παίζουν με το χάος
οι γυναίκες
το ξέρουν
και κλείνουν τα μάτια τους
δεν λένε όχι
περιμένουν
και όταν αυτοί
κοιμούνται πάλι
εκείνες αγρυπνούν
και είναι και αυτοί παιδιά τους
όπως τα παιδιά τους
και θα τους μεγαλώσουν
και αυτούς όπως και εκείνα
θα τους σταΐσουν
με το μαστό τους
και με τη σιωπή τους
με την άρνησή τους κάποτε
θα τους ποτίσουν ξανά
με τη δίψα της ένωσης
και ένα πελώριο κύμα σκοτεινό
θα στρογγυρέψει την ορμή του
κάτω απ' τα ανδρικά πλευρά
πανέτοιμο να χτυπήσει κατακούτελα τα φράγματα
να συντρίψει τα φράγματα
ώσπου να σβήσει
στην καθημερινή αμμουδιά
στα μικρά βότσαλα
στην κούραση
στη λυσμοσύ
θα τους μαντάρουν τη χιλιοτρυπημένη εμπιστοσύνη τους
γιατί οι άνδρες
πολλοί παρπατάνε
πολλοί κουράζονται
πολλοί φοβούνται
πολλοί πολεμάνε
και είναι παιδιά
ούτε γνωρίζουν τη δύναμή τους
μονάς από καυγάδες και παλικαριές γνωρίζουν
γιατί αυτοί
δεν έμαθαν την πλήρη αναμονή
μήνες και μήνες
και την άλλη χρόνια
αυτοί
δεν έμαθαν την πλήρη αναμονή
δεν φέρνουμε στα σπλάχνα τους τη ζωή
δεν την ταΐζουν με το σπλάχνο τους
δεν ακούνε τα βήματα του επαρχόμενου
μέσα τους
δεν είναι η γης
μονάχα ο σπόρος
που ρίχνεται στη γης
κι ύστερα
ο κάματος
και ο ύπνος
ένας ύπνος πλατής
και βαθής
δίχως όνειρα
τα όνειρα πάλι τα κρατάνε οι γυναίκες
μα κάπου
ποτέ
ακούνε οι άνδρες
μες στον ύπνο τους
τον ύπνο τους
ακούνε τα ίδια τους τα βήματα
μέσα στον ύπνο
σαν να σηκώθηκαν σε μια πομπή
τα τέλεια γάλματα
σαν να μιλούν
οι πέτρες
τα ποτάνια
τα δάση
και ο γνωρισμένος ύπνος τους
περιβάλλει τη γη
καθώς ο αγέρας
τη γη
με τις γυναίκες
τα παιδιά
τους αιώνες
τούτος ο ύπνος
γίνεται η γνωριμία
όλης της έκτασης
του βασιλείου μας
μια σκάλα ρηγμένη μέσα στο άπειρο
το μέγα ξύπνημα
της όλης δυναμής μας
μέσα σε όλο το φως
και τότε στρέφουν οι άνδρες
και χαμογελάνε
και γίνεται
σαν μια έξοδος από το χρόνο
σαν καθήλωση του χρόνου
σαν κατάργησή του
απ' την ταχύτητα
της σκέψης και της μνήμης
και του ονείρου
και απ' την υπομονή
της ανθρώπινης πράξης
είναι η ένωση
είπε
του άντρα και της γυναίκας
της σιωπής
και της φωνής
της ζωής και της γνώμης
της ποίησης
και πια το σφήριμα της ευγαλιάς
μέσα στις κλειδαρότρυπες
των σπιτιών
δεν γίνεται πίσω απ' τις πλάτες σου
και το φύσιμα της νύχτας
μες στις τρύπες των άστων
δεν είναι ένα σύνθημα
για κάποιον άλλον
που εσύ δεν τον βλέπεις
και υπονοεί εσένα
οι πόρτες πάνω και κάτω
μένουν ορθάνυχτες
ίσως
έτσι μάθαμε κι εμείς αργότερα
απ' τα παιδιά
που υπήρξανε
απ' τις γυναίκες
απ' τις μέλισσες
απ' τα άστρα
απ' την ανάμνηση
απ' την πράξη
απ' τη θέληση
την τάξη και την οικονομία της φύσης
του σπιτιού
του γραφείου
του σώματός μας
όλα δικά μας
όλα δικά μας
είπε ο ξένος
όλα του κόσμου έτουτου
όλα του κόσμου έτουτου
και τους νεκρούς μας
τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει
χωρίς να βαραίνουμε
συνεχίζουμε τη ζωή τους
απ' τις βαθιές τοές
και τις έρημες ρίζες
τη δική τους ζωή
τη δική μας
αγκαίρια μες τον ήλιο
Τότε ακριβώς είναι που γίνεται μια μεγάλη ησυχία, μια μεγάλη διαφάνεια.
Διακρίνονται πέρα τα γαλανανισιά και τα νησίδια που ποτέ ως τότε δεν φάνηκαν.
Σας έλεγα λοιπόν πως δεν υπάρχει ο θάνατος.
Τέλειος εξένος.
Ήμερα απλά.
Σηκωθήκαμε, ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε και ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια.
Νέοι ύστερα από χιλιάδες χρόνια γιατί ο χρόνος και ο ήλιος έχουν την ίδια ηλικία, την ηλικία μας.
Και αυτό το φως δεν ήταν καθόλου αντικατοπτωτισμός.
Μα το δικό μας φως...
Φιλτραρισμένο μέσα από όλους τους θανάτους.
Και αυτός ο ξένος ήταν ο πιο δικός μας.
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật