Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχύλι
τον τρόμο που δοκιμάζα πίδοντας το κατάρτι
Το μπουσούλα, τη βάρτια μου και την πορεία στο χάρτη
για ένα δισεύρετο μικρό θάλασσινο κοχύλι
Τον πυρέτο στους τρόπικους του Ρίο τη μαλαφράντζα
τη πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
τη μαχαιριά που μου δώσε ο μαγιάρος στη Κωνστάζα
και σε πονάει με την νοτιά όχι από αλλού πονάω
πουτρά των λόγων των καημών πουν αυτή την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλωρή της σπασμένη
τις ξεβαμμένες στάδες μου που είχα για περηφάνια
για σένα που σαλπάρισες φωλεταρματωμένη
τι να σου τάξω αντίθασο παιδί να σε κρατήσω
παρηγοριά μου σ' άτος μου σ' Αμερική κι Ασία
σύρμα που έκοπηκε στα δυο και πως να το ματήσω
να τα καημένα η θάλασσα μισάει την προδοσία
κατέβηκε ο πολίτηρος και έγινε και λιμάνι
λιμάνι κατά σκότεινο στενό χωρίς φανάρια
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στο βότο τα κανάλια
Υπότιτλοι AUTHORWAVE