Στη Γερμανία έπρεπε να γράφω με την πένα
Μα το μελάνε εμένα, μου θύμιζε το αίμα
Έτσι εγώ κρατούσα πάντα στυλό
Έμαθα σιγά σιγά να ζωγραφίζω με λέξεις
Κοσμούς που θα θέλα να ζωγραφώ
Πολλές παραγράφους το μολοχώ
Και μια μέρα να με σκάσαι, μια έχω ανάγκη να χωθώ
Ναι το μόλο εγώ μια μέρα θα θέλα σε μια απ' αυτές να χωθώ
Τέρατα ζωγραφισμένα λέξεις που δεν είπα ποτέ σε κανέναν
Έχοντας με τον εαυτό μου κάθε βράδυ έναν μονολόγο
Έμαθα πόσοι φοβοί μου είναι το τροϊκό άλογο
Εγώ κατεστραμένη σαν την τρία
Νιώθω πως ζω σε μια αμαρτία
Και ξέρω πως δεν είμαι η ωραία Ελένη
Γιατί βλέπω συνέχεια τον πρίγκιπα να φεύγει
Επέζησα πολλές φουρτούνες για να βρω την Ιθάκη πριν έναν χρόνο
Νομίζα πως όλα ήταν μια απάτητο καράβουνο στη θάλασσα φουλιαγμένο
Ό,τι είχα χτίσει ξαφνικά ήταν κατεστραμένο
Το πλήρωμά μου μ' είχε παρατήσει
Κι εγώ ήθελα να φύγω πριν τη φύση
Δεν είχα στην ψυχή μου να δώσω φαγητό
Η σκέψη μου εκκλωβισμένη σε ένα σωρό
Νόμιζα πως ζω σε ένα παραμύθι
Έψαχνα να βρω έξοδο στην άδεια έξοδο
Τότε θυμήθηκα πως όλα ήταν μύθοι
Το κορμί μου εκεί σταμάτησε να πλύτει
Σηκώθηκα πάνω, ξεκίνησα να ψάχνω
Μέσα στα αγκάθια βρήκα έναν παπειρό
Τρύπησα τα χέρια μου, ξεκίνησα να γράφω
Έβαλα φως στην απέρα διαφυσό
Άνοιξα πληγές που νόμιζα πως είχα κλείσει
Ελευθέρωσα τέρατα που νόμιζα είχα σβήσει
Με αίμα έγραφα τα αίσιο ψυχά μου
Σε ένα μπουκάλι εμπιστεύτηκα όλα τα όνειρά μου
Το πέταξα στον ωκεανό, έκανα το σταυρό μου
Μόλις είχα διώξει το πιο πιστό όνειρό μου
Δεν πίστευα πως θα έβρισκα ποτέ το θησαυρό μου
Όλους τους έβλεπα σαν το χειρότερο εχθρό μου
Μήνες μετά βλέπω ένα καράβι
Φοβήθηκα πως ήρθαν να με βρουν όλα μου τα άνοιχη
Κρυφτηκά λοιπόν πολύ βαθιά σε μια σπηλιά
Μπήγα να πνίγω σαν να με πέταγαν στη θάλασσα
Κατεβαίνει ένα τσούρμο και με φωνάζει
Για μένα ήρθανε, όχι που να πάρει
Ξαφνικά ο Κώστοβάδας φωνές
Να σε σώσουμε θέλουμε και να μας βεθάς με τις ιστορίες αυτές
Είχα ξεκάσει τελείως εκείνο το γράμμα
Ήρθαν να με βγάλουν σαν να έκανα κάποιο τάμα
Βγήκα φοβισμένη και ξεκίνησα να περπατώ
Ήρθαν μαζί τους φαγητό και νερό
Ξαφνικά σαν να δεσπο το σκυλί
Ένιωσα πως πήγα σπίτι τόσοι άνθρωποι
Θέλα να με βγάλουν από αυτό μου το ταξίδι
Ταΐζα την ψυχή μου λέγοντας τους κείμενα
Τα διάβαζα σαν να έλεγα περίεργα πήματα
Μερικές φορές φώναζα και άλλες σώπαινα
Έγινα πιο δυνατή και πλέον δεν τρόμαζα
Αυτοί οι άγνωστοι μου δώσανε αγάπη
Και τους έδωσα την ψυχή μου μέσα σε ένα κομμάτι