Τελευταία, όταν εγγίζει το κεφάλι μου με αξιλάρι δυσκολεύομαι να πάρω ανάσα.
Μόλις κλείσω τα μάτια, ένα μικρό χωριό μαζεύεται και χτίζει τις καλύβες τους στο στέρνο μου.
Μέσα του κατοικούν οι οικογένειά μου, όπως τους θυμάμαι πριν γίνουν κανονικοί άνθρωποι στα μάτια μου.
Τους πάντα τρελαθώ, μέχρι το σκάφος που έγινα.
Μέσα του κατοικούν οι οικογένειά μου, όπως τους θυμάμαι πριν γίνουν κανονικοί άνθρωποι στα μάτια μου.
Μακρύ αποκαταχρήσεις, αλκοόλ, σβησμένα τσιγάρα στα χέρια, αναπατήτε ερωτήματα και τηλέφωνα.
Οι φίλοι μου, πριν γίνουν κανονικοί άνθρωποι στα μάτια τους.
Όταν ακόμα η καύλα και λίγο ταλέντο στην πένα, θα σημαίνε πληρωμένα κοινόχρηστα και καθαρά συντόνια.
Στα περίεχορα κάποιοι έρωτες, στα μάτια μου ανήλικοι ακόμα,
από αυτούς που δεν θυμάσαι όνομα ή παρουσιαστικό, μονάχα των ιδρώτες της παλάμες σου, παρότι Δεκέμβρης μήνας.
Όλοι μαζί, θα ανάβουμε μια φωτιά στην κεντρική πλατεία και θα λέμε τις ίδιες ιστορίες που όλοι ξέρουμε,
μόνο για να είμαστε σίγουροι πως κανείς δεν ξέχασε.
Μόνο για να ηρεμήσει ο φόβος πως αν αύριο καούνε όλα μου τα ροπτά, θα υπάρχει κάπου απόδειξη πως όλα συνέβησαν.
Μεγάλο βάρος, οι ζωές που ζήστηκαν.
Μα κάθε βράδυ το σκεπάζω, όχι από ντροπή, αλλά από φόβο μη μου κρυώσει τη νύχτα.
Πότε θα καταλάβω αν καταλαβαίνω, υπήρξα ποτέ μου ερωτευμένος.
Πότε νιώθεις δηλαδή όταν αγαπάς, ποιος θα μου πει πως έφτασα σπίτι.
Στην Ιθάκη μου ήδη πίνουν περισσότερο από ό,τι στον πόλεμο.
Η Βινελόπη μου έχει άλλο γκόμενο και ο σχηλός μου ψώφησε.
Δεν έχω γιο και θα προτιμούσα να μην έχω πατέρα.
Μου κρύβει στον ήλιο, κάνε λίγο πιο πέρα.
Εγώ ήθελα μονάχα να βλέπω τα χρώματα της άνοιξης και τώρα βλέπω μόνο το βαθύ μπλε του χειμώνα.
Ανάβω σπίρτα ακόμα και χάνομαι ζεστασιά τους.
Ζούν τα σπίρτα και χάνομαι στην προσπάθειά μου να επαναφέρω την εικόνα.
Πονάει το μυαλό μου την προσπάθεια.
Πονάει η καρδιά μου από την ύπαρξη και δεν ακούω κανέναν.
Τα γράφω για μένα, για την προφορικά χρονά της σύνταξη.
Μπερδεμένη.
Σβήστηκαν πάλι όλα.
Μια κοπέλα μου είπε πως με ξέρει.
Και εγώ θα ορκίζομαι πως δεν την έχω δει ποτέ μου.
Επιμένει.
Με τρομάζει.
Νιώθω πάλι ξένη στο ίδιο μου το σώμα.
Δεν ήμουν εγώ της φωνάζω.
Και γυρνάω πάλι την πλάτη μου.
Και πέφτω από ύψος 14.000 πόδια.
Και προσγειώνομαι στο σπίτι μας που φώναζα το όνομά σου και εσύ το δικό μου.
Με αυτόν τον γελίο τρόπο που τώρα μου φέρνει ανατριχήλα.
Με αυτή την κοπέλα που την ξέρω.
Και πότε ήρθες εσύ.
Και εσύ πότε έφυγες.
Πότε θα ήρθεις μου λείπεις.
Πάλι ξέχασα να πάρω τηλέφωνο.
Συγχωρούν οι άνθρωποι αν δεν θυμάσαι.
Με λυπούνται καθόλου.
Ξυπνάω ξαφνικά και δεν είναι κανείς τους.
Πού πήγαν όλοι.
Έκανα μαλακία που γέλασες όταν έκλεισες το παράθυρο.
Και μου πες πως έτσι μπαίνει η μόρα.
Η μαλακία ήταν που πρώτα δεν σε πίστεψα.
Και επίτα που ξέχασα ότι αν δεν μπει από το παράθυρο
σίγουρα θα μπει όταν σε ακούς να γελάς πριν κοιμηθείς.
Παρ' όλο που τα σκέφτηκα όλα
ξέχασα και έκλεισα τα μάτια μου.
Και όταν βρέθηκα να ξυπνάω
με στεγνό στόμα μέσα στη νύχτα
την είδα να στέκεται για πρώτη φορά
όχι πάνω στο στήθος αλλά στα πόδια μου
σαν πιστή μου σκύλα.
Και μπορώ να ορκιστώ
πως άφησε το στήθος μου ελεύθερο
για να ακουμπάει στα πλευρά σου.
Και τα χέρια μου όχι μαρμαρομένα
για να μην σταματήσουν να χαϊδεύουν το πρόσωπό σου.
Και τα άφησε
γιατί μπορεί να θέλει να σκέφτεμαι
πως με λυπήθηκε
ή να έμαθε το τίμημα πλέον
του να με χωρίσεις από κάτι δικό μου.
Αν για κάτι είμαι σίγουρος
είναι πως για τίποτα δεν είμαι σίγουρος.
Ψάχνω
και όσο ψάχνω βρίσκω
και όσο ζώ μαθαίνω.
Οι νυχτωμένοι φωνάζουν
οι μημαθείς φιλοσοφούν
και οι σοφίς χιοπούν
δεν θέλω να φωνάζω άλλο.
Θα στον είχα κάνει δώρο
Μπαίνεις
τα παιδιά δεν τα ξέρουν όλα
κι ας τον γύρω μαλάκα να λέει
κι αν ακόμα έχω ένα τέτοιο μέσα μου
ας είναι.
Δεν μπορώ να σε πείσω
ούτε να σ' τα αποδείξω
είπε ένα ένα κόμμα δύναμη
όμως θα γίνει κι αυτό
προς το παρόν κοίτα με
έχω δει το κακοκατάματα
κι αυτό σε καυλώνει γάματα.
Υπότιτλοι AUTHORWAVE