Δε με αγγίζει καν, αυτό που κάνουν είναι πανάκρυβο, δεν έχουν ιδέα.Όλοι δαγκώνουν εκεί έξω, δαγκώνουν στεχνά, αυτήν η ζούγκλα του τσιμέντου όλοι είναι αρπακτικά.Όταν δακρύζεις δια μάτια να έχεις αγόνια γερά, η δαγκωνιά που δικό σου είναι μαχαιριά στην καρδιά.Κρυαστία, γιατί έχεις έμονες με τη φιλία, γιατί γίνα μάντρες ανάμεσα σε θηρία.Γιατί οι γορίλες μου τα νότα μου φυλάνε, και μεταξύ μας μαλακίες δεν χωράνε.Αγαπάμε τους αλήτες ειδικά με καρδιά, όταν μιλάν κοιτάν στα μάτια κύραψη ασφιχτά.Δεν θα σε αφήσουν ποτέ μόνος σου θα μπουνε μπροστά, μα μη τους κάνεις μαλακία θα σου κόψουν τα αυτιά.Η κοινωνία σας βρωμάει σαν δημόσιες τουαλέτες, κι εμείς για να ξεφύγουμε παρκούρπαν απ' τις στεγές.Σλάματα δεν μάθαμε πολλά, μάθαμε τέχνες, σαν έχει κρύο τα χέρια στις τσέφες του δρόμου παιχτές.Οι σπόροι στο πάρκο γίνονται φέτες, πυρζώντες τα μονόζυγα κάνουνε σκοτ με πέτρες.Δεν έχουμε αφέντες, δεν ψάχνουμε ηγέτες, οι αλήθειες μας στο πιάτο πικρές και σκέτες.Δεν είμαι γκάγκστερ, τίλερ, θάρτης, μαγκαπέσα, όλοι το παίζουν σάγκς, μα οι δικοί μας είναι μέσα.Καβατζομένα τηλέφωνα, να μάθουν τα εξονέα, να τους πω κανένα νέο κουπλέ, να κάνουμε παρέα.Λένε το χρήμα θα σε αλλάξει, σεβασμός θα υπάρξει αν οι ξύγας σου είναι εντάξει.Οι τρώγανε γλυκιά, μα θα σε κάψει, ο δρόμος για την κόλαση στρωμένος με μετάξι.Οι φοίμοι λένε θα σε αλλάξει, σεβασμός θα υπάρξει αν οι ξύγας σου είναι εντάξει.Οι τρώγανε γλυκιά, μα θα σε κάψει, ο δρόμος για την κόλαση στρωμένος με μετάξι.Στη γύρα μου παν πάλι πίνεις, οποίον σ' αγαπάει το διώχνεις, μόνος σου θα μείνεις.Στο κέντρο της Δίνης, στην αγκαλιά της Σίνης, μόνοι μας σε πόλεμο, στο όνομα της ειρήνης.Μη μου μιλάτε για μόδες, ρόλεξ και ρόδες, γυναίκες μας εμνές είναι κυρίες, όχι τσόντες.Δεν ξεφτυλίζονται σ' οθόνες, δεν ζητάνε χρυσές γόβες, απ' όλη τελείας πόρνες.Γυναίκα που σ' αγαπάει μαζί σου βγάζει φτώχια, όχι 424K, αυτή είναι ατόφια.Πανάκριβοι οι λέξεις, αγαπώ αυτό, όχι μόνο που τσαλούσα και χορώ, είναι πανάκριβο.Το ραπ μου δηλητήριο και φάρμακο, μετέτρεψε τον πρίγκιπα σε βάτραχο.Το μορφό τους ψέμα βγάζει καλό με ροκάματο, την άσχημη μου αλήθεια χορεύω τανκό το Σάββατο.Ο λόγος μου κοστίζει του Ωνάση περίουσια, θα κοπεί το χέρι αν γίνει φίδι στη χειραψία.Παντζοβίγια, βότσιελ, πάριο, στο δρόμο με λένε Άγιο, προσέχονται για μένα σα λυσίδα και ροζάριο.Να σου γράψε, γράψε κι άλλο κι άλλο, ανάβουνε πλησούς για να μου κάνουνε συνυάλλο.Οι τσέπες τους παχαίνουνε, μα ο λόγος τους νηστεύει, αληθεύει, όταν σκάω το φλέσκο τους παγιατεύει.Λένε το χρήμα θα σε αλλάξει, σεβασμός θα υπάρξει αν η ξίγα σου είναι τάξη.Οι ντρόγκανε γλυκιάμα θα σε κάψει, ο δρόμος για την κόλαση στρωμένος με μετάξι.Οι φοίμοι λένε θα σε αλλάξει, σεβασμός θα υπάρξει αν η ξίγα σου είναι τάξη.Οι ντρόγκανε γλυκιάμα θα σε κάψει, ο δρόμος για την κόλαση στρωμένος με μετάξι.