ĐĂNG NHẬP BẰNG MÃ QR Sử dụng ứng dụng NCT để quét mã QR Hướng dẫn quét mã
HOẶC Đăng nhập bằng mật khẩu
Vui lòng chọn “Xác nhận” trên ứng dụng NCT của bạn để hoàn thành việc đăng nhập
  • 1. Mở ứng dụng NCT
  • 2. Đăng nhập tài khoản NCT
  • 3. Chọn biểu tượng mã QR ở phía trên góc phải
  • 4. Tiến hành quét mã QR
Tiếp tục đăng nhập bằng mã QR
*Bạn đang ở web phiên bản desktop. Quay lại phiên bản dành cho mobilex

Oi 12 Mines

-

Đang Cập Nhật

Tự động chuyển bài
Vui lòng đăng nhập trước khi thêm vào playlist!
Thêm bài hát vào playlist thành công

Thêm bài hát này vào danh sách Playlist

Bài hát oi 12 mines do ca sĩ thuộc thể loại Thieu Nhi. Tìm loi bai hat oi 12 mines - ngay trên Nhaccuatui. Nghe bài hát Oi 12 Mines chất lượng cao 320 kbps lossless miễn phí.
Ca khúc Oi 12 Mines do ca sĩ Đang Cập Nhật thể hiện, thuộc thể loại Thiếu Nhi. Các bạn có thể nghe, download (tải nhạc) bài hát oi 12 mines mp3, playlist/album, MV/Video oi 12 mines miễn phí tại NhacCuaTui.com.

Lời bài hát: Oi 12 Mines

Nhạc sĩ: Traditional

Lời đăng bởi: 86_15635588878_1671185229650

*
*
*
*
*
*
*
*
*
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτιτλοι AUTHORWAVE
Υποτίτλοι AUTHORWAVE
φωτιά σας». Ο Ιανουάριος
της έδωσε τότε κουράγιο. «Έλα
παιδί μου», της είπε φιλικά.
«Μα πώς
βρέθηκες στο δάσος τέτοια μέρα».
«Με έστειλαν να μαζέψω μενεξέδες».
«Με κοροϊδεύεις»,
φώναξε ο γέρος με μια βαθιά
και αυστηρή φωνή. «Πού
να βρεθούν οι μενεξέδες μες στο χιόνι».
«Το ξέρω», είπε
κλαίγοντας η Κάτιγκα. «Μα η
έστειλαν να μαζέψω μενεξέδες».
Ο Ιανουάριος την είδε με συμπάθεια
και έπειτα γύρισε
προς τον νεότερο από τους τρεις που φορούσαν
τα πράσινα. «Καημένε
Μάρτιε», τον παρακάλεσε.
«Ίσως εσύ μπορείς
να βοηθήσεις». Και του
δώσε το άσπρο του ραβδί.
Αμέσως σηκώθηκε ο Μάρτιος
και σκάλισε λιγάκι τη φωτιά
με το ραβδί του Ιανουάριου.
Και η φλόγα που υψώθηκε σε λίγο
προκάλεσε τέτοια ζέστη
ώστε το χιόνι έλειωσε.
Τα δέντρα βγάλανε μπουμπούκια,
το χόρτο πρασίνησε και τα λουλούδια
αρχίσανε να βγαίνουν.
Και πρώτα απ' όλα φυσικά
οι μενεξέδες.
Εάν δεν έβλεπες μακρύτερα το χιόνι,
θα νόμιζες πως ήταν Άνοιξη.
«Έλα κοπέλα μου, μη χάνεις τον καιρό σου»,
γύρισε εκεί είπε ο Μάρτιος
καθώς σκάλιζε τη φωτιά.
«Μάζεψε τώρα τους μενεξέδες σου».
Η Κάτιγκα σε λίγο
είχε μαζέψει ένα ολόκληρο μπουκέτο μενεξέδες.
Και όπως τελείωσε,
προσκύνησε βαθιά τους δώδεκα αδελφούς
που την κοιτάζανε και τους είπε
«Καλοί μου άρχοντες, σας ευχαριστώ.
Χωρίς εσάς θα ήμουν χαμένη».
Και ξαναπήγε τρέχοντας στο σπίτι της,
ενώ όπως ξανακάθισε ο Μάρτιος,
έσβησε η μεγάλη φλόγα.
Και νέο χιόνι ξανασκέπασε την πρώιμη εκείνη άνοιξη
που είχε γίνει μόνο για τους μενεξέδες.
Όσο για τη Μαρούσκα και τη μάνα της,
σαστίσανε όταν μπήκε η Κάτιγκα
και γέμισε ολόκληρο το σπίτι από τη μυρωδιά των μενεξέδων.
«Μα πού το βρήκες το μπουκέτο αυτό»
ρώτησε η Μαρούσκα νευριασμένη.
«Μέσα στο δάσος, κάτω από τους θάμνους».
«Καλά».
Και δίχως άλλο ευχαριστώ,
τη σάρπαξε ευθύ στους μενεξέδες
και τους τεραίωσε καλά στη ζώνη της.
Έμεινε σκεπτική όλο το απόγευμα
και το πρωί φώναξε τη Κάτιγκα.
«Έχω μεγάλη όρεξη για φράουλες».
«Φράουλες» ρώτησε η Κάτιγκα.
«Μα πού τις θυμήθηκες καημένη,
οι φράουλες δεν βγαίνουν με το χιόνι».
«Μου είναι εντελώς αδιάφορο».
Φώναξε με πείσμα η Μαρούσκα.
«Αν δεν μου φέρεις τώρα από το δάσος
ένα καλάθι με ωραίες φράουλες,
θα σε μαυρίσουμε στο ξύλο, κακομήρα».
«Και βέβαια».
Ακούστηκε από το διάδρομο η άγρια φωνή της μάνας της.
«Και μην τυχόν τολμήσεις να ξανάρθεις
αν δεν φέρεις το καλάθι με τις φράουλες.
Άντε λοιπόν, κουνήσου».
Κι έτσι η δυστυχισμένη Κάτιγκα
βρέθηκε και πάλι μέσα στα χιόνια.
Όταν μπήκε στην καρδιά του δάσους,
κοίταξε προσεκτικά τριγείο της,
ώσπου διέκρινε τη φλόγα
και έτρεξε προς τα εκεί.
Γύρω από τη φωτιά που σιγώκεγε,
είδε τους δώδεκα προστάτες της
να κάθονται ακίνητοι
και η Κάτιγκα τότε τους φώναξε.
«Καλοί μου άρχοντες,
με συγχωρείτε που σας ενοχλώ και πάλι.
Δεν φταίω εγώ, σας τορκίζομαι».
«Γιατί ξανάρθες»,
είπε ο Ιανουάριος.
«Τι θέλεις μες στο κρύο».
«Ήρθα να κόψω λίγες φράουλες».
«Φράουλες, τέτοια εποχή»,
αναρωτήθηκε ο Ιανουάριος.
«Δεν βγαίνουν το χειμώνα
οι φράουλες, κορίτσι μου».
«Αχ, το ξέρω»,
αναστέναξε η Κάτιγκα.
«Αλλά η μητριά μου και οι αδελφοί μου
θα με σκοτώσουν αν γυρίσω δίχως φράουλες.
Αχ, πέστε μου,
καλοί μου άρχοντες,
δεν είναι δυνατό να βρούμε λίγες».
Ο γέρο Ιανουάριος
σηκώθηκε και στράφηκε
προς τον έναν από τους τρεις
«Μα κοίταξε, Ιούνιε», του είπε.
«Μήπως μπορούμε να τη βοηθήσουμε»
και του προσέφερε
το άσπρο του μπαστούνι.
Το πήρε ο Ιούνιος αμέσως
και άρχισε να σκαλίσει τη φωτιά.
Μια φλόγα δυνατή υψώθηκε.
Το χιόνι έλειωσε και πάλι.
Οι γήτροι γύρω πρασίνησε,
τα δέντρα και οι θάμνοι φούντωσαν
και τα πουλιά και λαϊδούσαν εύθυμα.
Θα έλεγες πως ήταν καλοκαίρι.
Τα τζιτζίκια ακουγόντουσαν.
«Ε, πρόσπαιδι μου,
κάνε γρήγορα»,
είπε ο Ιούνιος στην Κάτινκα.
«Πάρε όσες φράουλες σου χρειάζονται».
Και πράγματι,
χιλιάδες φράουλες
φάνταζαν στο καταπράσινο χορτάρι.
Η Κάτινκα γέμιζε
σε λίγο την ποδιά της
και αφού ξαναχαιρέτησε τους μήνες
με το γλυκύτερο χαμογελό της,
έφυγε πάλι για το σπίτι της.
Καθώς την είδαν η Μαρούσκα
και η μητέρα της,
μείνανε με το στόμα τους ορθάνυχτο,
γιατί οι φράουλες που είχε στην ποδιά της
μύριζαν ως έξω από το σπίτι.
«Πού πήγες και τις βρήκες»,
ρώτησε η Μαρούσκα.
«Μέσα στο δάσος, κάτω απ' τα δέντρα»,
απάντησε με χαρά η Κάτινκα.
Χωρίς να βγάλει λέξη η Μαρούσκα,
της άρπαξε τις φράουλες από την ποδιά της
και άρχισε να τις τρώει με τη μητέρα της Λέμαργα.
Την άλλη μέρα, όμως, μόλις ξύπνησε,
φώναξε την αδελφή της και της είπε.
«Τώρα θέλω να φάω μήλα κόκκινα».
Η Κάτινκα γούρλωσε τα μάτια της.
«Τι λες, καημένη,
δεν βγαίνουν το χειμώνα με το χιόνι».
«Ε, τόσο το χειρότερο για σένα,
γιατί αν τυχόν και δεν τα φέρεις,
θα σε σκοτώσει η μητέρα μου στο ξύλο».
Χωρίς να περιμένει η Κάτινκα,
που βρήκε τους μήνες που ήταν καθισμένοι στη φωτιά τους,
σιωπηλοί και ακίνητοι, όπως πριν.
«Πάλι εδώ, παιδί μου»,
της είπε ο Γέρο Ιανουάριος.
Η Κάτινκα τους είπε κλαίγοντας,
πως αν δεν έβρισκε δυο-τρία μήλα,
θα τη σκότωνε στο ξύλο η μητριά της.
Και τότε, ο Ιανουάριος γύρισε προς έναν
από τους ταχτογέννηδες με τα κοκκινοπάπα νοφόρια
και του είπε.
«Έλα και εσύ, Σεπτέμβριο, τώρα.
Νομίζω πως μπορείς να βοηθήσεις».
Κι όπως του έδωσε το μακρουλό ραβδί του
και σκάλισε ο Σεπτέμβριος τη φωτιά,
σηκώθηκε αμέσως μία φλόγα,
πολύ πιο δυνατή από τις άλλες.
Το χιόνι πάλι έλειωσε,
τα δέντρα φούντωσαν,
αλλά τα φύλλα τους σκυτρίνησαν
και με το πρώτο φύσημα του ανέμου
πέσαν ένα-ένα από τα κλονάρια.
Λίγα γαρίφαλα και μαργαρίτες,
καθώς και κάτι έξοχα χρυσάνθεμα,
στόλιζαν ακόμα το χορτάρι.
«Φθινόπωρο», θα έλεγε κανείς.
Αλλά η Κάτινκα δεν είδε τίποτα από όλα αυτά,
παρά μονάχα μία υπέροχη μηλιά
γεμάτη από μήλα κατακόκκινα.
«Γρήγορα», είπε ο Σεπτέμβριος.
«Πάρε τα μήλα
κι από μακρύν σου γρήγορα, παιδί μου».
Η Κάτινκα υπάκουσε αμέσως
και με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τους μήνες
μάζεψε τα δύο μήλα της
και έφυγε πάλι για το σπίτι.
Εκεί στο κατόφλι
την περίμενε η Μαρούσκα και η μητέρα της,
που όταν είδαν τα ωραία μήλα
δεν ήξεραν πια τι να πούν.
«Πού τα άκουψες αυτά τα μήλα»,
ρώτησε στο τέλος η Μαρούσκα.
Και η φωνή της έτρεμε από το μίσος.
«Στο δάσος»,
της απάντησε η Κάτινκα.
«Είναι ένα δέντρο κατακόκκινο από τα μήλα».
«Μου φέρες μονάχα δυο!
Θα τάφαγες τα άλλα ώσπου να έρθεις!»
«Όχι, αδελφοί μου!»
φώναξε η Κάτινκα.
«Δεν μ' άφησαν να την τυνάξω τη μηλιά
παρά μονάχα δυο φορές
και με το κάθε τυνάγμα της
δεν έπεσε παρά ένα μήλο!»
«Φέρ' τα εδώ και φεύγα μη σε βλέπω!»
φώναξε πάλι με μίσος η Μαρούσκα.
Κατόπιν η Κάτινκα πήγε κλαίγοντας την κάμαρά της
και άρχισε να δαγκώνει το μήλο.
Είπε τότε στη μητέρα της
«Ποτέ σου δεν θα έφαγες τέτοια θαυμάσια και σπάνια μήλα!
Να, πάρε ένα κομμάτι και δοκίμασε!
Καλή βλέπεις τι άρωμα, τι γλύκα, τι γεύση!
Κρίμα που αυτό το βρωμοκόριτσο δεν μπόρεσε να φέρει περισσότερα!
Στείλ' την αμέσως να σου φέρει κι άλλα!
Και αυτά τα ψέματα που λέει να τα αφήσει!
«Όχι, μητέρα!» είπε τότε η Μαρούσκα.
«Τι να το κάνω αυτό το άθλιο πλάσμα!
Καλύτερα να πάω τώρα μόνη μου!
Θα αρχίσω να τεινάζω τη μηλιά
ώσπου να πέσουν όλα της τα μήλα!
Και τότε θα τα πάρω και θα τα φέρω όλα!»
«Άσε λοιπόν, έρθω κι εγώ!» πρότεινε η μητέρα της.
«Θα σε βοηθήσω να τα φέρουμε μαζί!
Φόρεσε το χοντρό σε επαναφόρη
και κουκουλά σου ως τα αυτιά με μια γούνα!»
Έτσι ξεκίνησαν μαζί για την κόκκινη μηλιά.
Στο δάσος ήτανε όλα κάτασπρα
και γρήγορα η κόρη και η μητέρα χάσανε το δρόμο τους.
Αλλά το μίσος και η λαμαργία τους
τις έκαναν να μην το καταλάβουν
κι ούτε να αισθάνονται την κούραση.
Στο τέλος τους φάνηκε πως είδαν κάποια φλόγα βαθιά μέσα στο δάσος
κι όπως τρέξανε αμέσως προς τα κή
είδαν σε λίγο την ακύμητη φωτιά
με εκείνους τους σιωπηλούς γενιοφόρους.
Με την ανέβεια που είχε πάντοτε
πλησίασε η Μαρούσκα στη φωτιά
και σπρώχνοντας το γέρο η Ανουάριο
ζέστανε τα πόδια και τα χέρια της
ενώ η μητέρα της στάθηκε κοντά της.
«Μα τι έρχεστε να κάνετε στο δάσος»
ρώτησε ξερά η Ανουάριος.
«Τι θέλετε»
«Δεν θα σου δώσω λόγο»
απάντησε η περήφανα η Μαρούσκα.
«Στάθηκα να ζεσταθώ λιγάκι.
Αυτό το βλέπεις και σου φτάνει.
Καλά σου λέει η κόρη μου παλιόγερε»
φώναξε κι από δίπλα η μάνα.
«Τι μίσας που σταθήκαμε κοντά σας.
Πάμε παιδί μου τώρα που ζεστάθηκες
να μην τα βλέπουμε κι αυτά τα μούτρα».
Και δίχως να κοιτάξουν πίσω τους
σηκώθηκαν κι οι δυο φουρκισμένες
και μπήκαν πιο βαθιά μες στο δάσος.
Αλλά κι ο αγαθός η Ανουάριος
είχε θυμώσει φοβερά με όσα είπαν.
Εσήκωσε αμέσως το ραβδί του
και το κούνησε δυο-τρεις φορές
επάνω από το σεβάσμιο κεφάλι του.
Και τότε ο ουρανός σκοτίνιασε.
Το χιόνι πύκνωσε
κι ένας αέρας παγερός φύσηξε.
Καθώς βάδιζαν οι δυο γυναίκες
δεν έβλεπαν σχεδόν από το χιόνι
που φυσούσε ο αέρας
μες στα μάτια τους τίποτα
και είπαν να γυρίσουν πίσω.
Αλλά δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι.
Περιπλανήθηκαν,
περιπλανήθηκαν ακόμα λίγη ώρα
και έπειτα παγωμένες και κατάκοπες
σοριάστηκαν κι οι δυο μέσα στο χιόνι.
Σιγά-σιγά το χιόνι της σκέπασε
ενώ ο άνεμος φυσούσε ακόμα.
Όλη τη νύχτα περίμενε η κάτιγκα
μήπως φανούν.
Πρωί-πρωί κάθισε στο κέντημα
και εργάστηκε στο μεσημέρι.
Αλλά και πάλι δεν φάνηκε κανένας.
Και γονατίζοντας μπροστά στο εικονοστάσι
παρακαλούσε το Θεό και τους Αγίους
να γυρίσουν.
Έπειτα έτρεξε να κάνει τις δουλειές της
στο περιβόλι και στην κουζίνα.
Μόνο την Άνοιξη κατόρθωσε να μάθει
τι είχε απογίνει η μαρούσκα και η μητέρα της.
Ένας τσοπάνος όταν λιώσανε τα χιόνια
τις βρήκε παγωμένες μες στο δάσος.
Έτσι απόμεινε η κάτιγκα
ολομόναχη στο σπίτι
και έζησε αυτή καλά
και εμείς καλύτερα.

Đang tải...
Đang tải...
Đang tải...
Đang tải...