Nhạc sĩ: Andreas Katsigiannis | Lời: Giorgos Kimoulis
Lời đăng bởi: 86_15635588878_1671185229650
Κάποιος μύθος έλεγε, που ίσως πολλοί δεν ξέρουν,
φιλοξενούσε κάποτε ένα θνητό ο Δίας.
Υξίωνα τον έλεγαν τον άνθρωπο αυτόν.
Απόβλητος από παντού
και από όλους τους ανθρώπους,
είχε σκοτώσει σε γιορτή δικό του συγγενή.
Τον είχε ρίξει σε φωτιά.
Με μίσος είχε κάψει.
Αν κι είχε κάνει πράξεις χρή,
δίπλα του ο Δίας τον καλεί
και κάλυψη προσφέρει.
Όμως,
αχάριστος αυτός και αναθεματισμένος,
τάση λοπού δώσε ο Θεός ούτε που εσεβάστη.
Πήγε και φώθηκε κρυφά στις ήρα στο κρεβάτι.
Ο Δίας θύμωσε πολύ
και αμέσως τον Υξίωνα με βία τιμωρεί.
Τον πέταξε στα τάρταρα,
αιώνια να ζει.
Με φίδια τον έδεσε γερά, σε πύρινο τροχό.
Και τώρα πια μετέωρος κρέμεται στον κρεμό.
Δεν ήξερα άλλον άνθρωπο να αντέχει τέτοια μοίρα.
Και να που τώρα ήρθε αυτός.
Σε ποιον μπορεί να έκανε τόσο κακό μεγάλο.
Και ποιον μπορεί να πρόλαβε να έχει αδικήσει τόσο.
Πιο δίκαιος απ' τους δίκαιους.
Τέτοια ζωή σκληρή δεν άξιζε να ζει.
Ψυχή καμιά να στηριχτεί.
Κάποιος να τον βοηθήσει.
Κανείς δικός του δίπλα του.
Δική του μόνο μια πληγή.
Μ' αυτήν μόνο μιλούσε.
Ω,
φούρεσέ,
πώς άτεξε να ζει τελείως πόνος.
Είχε τον πόνο συτροφιά και βογγητά της λέξης.
Καυτό το ποιον έτρεχε.
Σάπιο νερό και αίμα.
Σαν φίδι σέρνονταν στη γη.
Λες και δεν είχε σώμα.
Μοναδικό του φάρμακο για τούτη την πληγή,
της λίμνου τάγιο χώμα.