Για τους και καλά φωτισμένουςΑυτός που ξέρει το πως πάντα έχει δουλειάΑυτός που ξέρει το γιατί πάντα θα είναι το αφεντικό τουΠάνταΝομίζες πως...Νόμιζες πως θα τη γλυτώνες στη ΝαΝόμιζες πως θα άφηνα και ναΚαι μέχρι τώρα νόμιζες πως τα λέγα χοντρά μανάΠου σου δώσα τη ρήμα τα τατού και τη μάχη στα πλούταΑκόμα νόμιζες πως ήμουνα χακόςΜα είναι καλός ο λεπτικόςΝόμιζες ότι είσαι μόνος σοφόςΑκόμα νόμιζες πως ό,τι λάμπει είναι χρυσόςΝόμιζες πως κρατάγες τη δάδα μα σου έλειπε το φωςΤρεις μήνες Άμστερνταμ και σε μπαγκαλόςΝόμιζα πως ήσουνα χαλόςΜα μου βγήκες κάρτοςΝόμιζες πως ήσουν αφθαρτόςΌλο νόμιζες πως είχες το φως ως λεκτικόςΉρθα να σώσω τους ράπερ που βάρεσατε εσάςΟ Αντρέας ήταν πάντα δαπεινόςΉξερα τη μπουκά εγώ έβαλα τη ντούφα και εσύ βγήκες καθαρόςΜπήκες στο παιχνίδι σε βάρος μουΤο έπαιξες λέει και κουμπάρος μουΝόμιζες πωςΜα υποτίμησες το στυλ μου και το θάρρος μουΜε είδες καλό μα με είχες για μαλάκαΆρα καλύτερα μαλάκα καιΌχι όπως εσύ μοναχά στην τράκαΜε κοίταξες τα μάτια λέει η ψυχή σου άδειαΌλο ψάχνεις για γλάμπ όλο κοιμάσαι πρωινάΚαι όλο λακώνεσαι τα βράδιαΜαλάκαΝόμιζες πωςΝόμιζες πως