Από τελείουσαν μ' όρες τα βουνάαξίμα στα κοροφοβούνια, αξίμα μ' όρες τα κοροφοβούνια.Αρβανίτικα μυρολόγια, λύρα και λαούτα από τα νόγιαΕπ' τα νησιώτικα μαντολίνα, τα ούλια από τη Θράκη και η πυρώτικα κλαρίναΑρβανίτικα μυρολόγια, λύρα και λαούτα από τα νόγιαΕπ' τα νησιώτικα μαντολίνα, τα ούλια από τη Θράκη και η πυρώτικα κλαρίναΑυτό εδώ δεν είναι δάμος, μα ούτε βγήκα από τη φυλακήΑνάψανε φωτιές το Ναϊγιάννη, τα αδέρφια μου χορεύουν στη βροχήΜε πλένουν με ροδόνερο και μύρο, απλώνουνε μέλη στα τραυματά μουΓυναίκες κλαίνε στο πρόσκεφάλι μου και μια απ' αυτές χαϊδεύει τα μαλλιά μουΆιντε μάνα μου καημένη, είδα στον ύπνο μου τον πλάντανο να γέρνειΜε φέρανε μια νύχτα οι ανέμοι, στα χείλη μου η ψυχή σαν πεταλούδα βγαίνειΠερνάνε οι φίλοι μου απ' τη σκηνή μου, οι λίγοι που τιμήσανε τα λόγια μουΣυγκρίνουνε σημάδια από μάχες και πέφτουν όλοι κλαίγοντας τα πόδια μουΕκείνη ετοιμάζει τα γαμπρίκια μου, το δάκρυ της αγιάζει τη στιγμήΤα μάτια των αιώνων είναι πάνω μας, δώσε μου αυτό το τελευταίο φιλίΚορίτσια στολίζουν τον επιτάφιο, γερόντισσες μου πλέκουνε στεφάνιαΟ γιος μου ακονίζει τα μαχαίρια μου και η κόρη μου γυαλίζει τα στιβάνιαΓυναίκες στέλνουν γράμματα, μαζεύουν τα παιδιά από την πλατείαΚαμιά τους δεν ανοίγει τα παράθυρα και απόψε είναι κλειστά τα καφενείαΤαξίδεψαν τα νέα ως τον Όλυμπο, μια βροχή τα σκόρμισε στην ΚιώναΕλάφια τα κατέβασαν στο Μέναλο και κάθε Παναγιάς δακρύς εικόναΜου στέλνουνε μαστίχα από τη Χίο, τσίπουρα απ' τον Τύρναβο και κρόκα απ' την ΚοζάνηΚαράβια πάνε και έρχονται μαλάκια από τα κήφυρα, χασίσια απ' τον Τάιγε το κρασί απ' τη ΡαψάνηΠερνάνε σε πλεξούδες τα τσοπέλια, τα βρέχουνε στη στάχτη του ΤζακιούΓεμίζουν τα κοφίνια με καρβέλια και πάνω τους φραγίδα του ΣταυρούΑπλώνουνε τις πέτρες σαν κρεβάτι και μένα με σκεπάζουν με κλαριάΜου σχόβολουν το πεύκο κι οι ελάτη, ο πόνος τους φουντώνει τη φωτιάΜας παρακολουθούν τα βουνά, κάθε μάνας αλεύθερος στη χάλασσαΣκύψε να με σηκώσεις τοργικά και σκόρπισε τις τάχτες μου στη θάλασσαΦτάνουνε μαστόρια από την Τίνο, καήκια τους κατέβασαν χαράματα στον όρμοΜαζί τους φέραν βότσαλο και μάρμαρο θασίδικο και μάλλον εγώ τα ανέβασαν απ' τον παλιό το δρόμοΌλη τη νύχτα σκάλεσαν περήφανα το σήμα μου και μια ζεστά χέρια τους να λιώνει σαν κερίΤο στίχο που αγάπησα τον χάραξο πατέρας μου εκεί, εκεί που σμίγουν οι κερίΠριν λιώσουνε τα χιόνια στην κορφή, θα έρθουν να τα σκεπάσουνε αχιόνιαΠερνάνε οι αιώνες αστραπή, σαν κλέφτες θα σκορπίσουνε τα χρόνιαΠοιος είμαι νεκρό αυτό να ξεχαστεί, μα γύρω από το δέντρο αυτό που συνεχώς λασθένειΤρέχουνε και παίζουνε ακόμα τα παιδιά και κάτω από τον ίσκιο του φιλιούνται ερωτευμένοιΑρβανίτικα μυρολόγια, λύρα και λαούτα από τα νόγιαΕπτά νησιώτικα μαντολίνα, τα ούλια από τη Θράκη και πυρώτικα κλαρίναΑρβανίτικα μυρολόγια, λύρα και λαούτα από τα νόγιαΕπτά νησιώτικα μαντολίνα, τα ούλια από τη Θράκη και πυρώτικα κλαρίναΥπότιτλοι AUTHORWAVE