Λένε για αυτόν οι ναυτικοί που ζήσαμε μαζί
πως είναι κακοτράχαλο το Μάρι
διασδραμένο
πως τις γυναίκες με έναν τρόπο
ίππουλό μισή
και τιμαυτές με κοιμηθεί ποτέ του δεν πηγαίνει
Λένε για μένα οι ναυτικοί που ζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο το Μάρι
διασδραμένο
πως τις γυναίκες με έναν τρόπο
ίππουλό μισή
και ότι με αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω
ακόμα λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φρικτό και συχαμένο
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές εσχρές
συχαμερά παράξενες βαθιά στιγματισμένο
ακόμα λένε πράγματα φρικτά πάρα πολύ
που είναι όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα
κι αυτό που εστίχησε σε με πληγαίνει
κι αυτό που εστίχησε σε με πληγές θαναντερές
κανείς δεν το μάθεε ποτέ δεν το βάσεε κανέναν
μα απόψε τώρα που έπεσεν οι τροπικοί βραδιά
και φεύγουν προς τα δυτικά τον Μαραμπούτας Μίνι
καθήμες πρόχειε επίμονα να γράψω σε χαρτί
εκείνο που παντώ την ήκρη φίπληγή μου έγινε
ήμουνα τότε δόκιμος σε ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο, Γραμμίνο και Ογκαλία
τότε την γνώρισα σαν Άνθοσένια σε Αλπικό
και μια στενή μας έδεσε ένα αδερφική φιλία
αριστοκρατική, λεπτή και μελαχολική
σκόνη πλούσιου Αιγυπτίου που είχε αυτοκτονήσει
ταξίδευε τη Λύπη της σε χώρες μακρινές
μήπως εκεί γινότανε να την ελισμονήσει
πάντα σχετόν της Μπασκυρτζεφ κρατούσε το ζουρνάλ
και την Αγία της Άμβηλας παράφορα αγαπούσε
ένας τυχούς αφάγελε θλιμμένους γαλλικούς
και ώρες πολλές προς τη γαλάζια ανέκταση εγκοιτούσε
κι εγώ που μόνο έντερωνε γνώρισα κορμιά
κι είχα μια άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάι
μπροστά της ξανά βρίσκα την παιδική χαρά
και σαν προφήτη εκστατικός την άκουα να μιλάει
ένα μικρό της πέρασα σταυρών απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρι σε μεγάλο πορτοφόλι
ήμουν δυστυχισμένος άνθρωπος της χρήσης
όταν εφτάσαμε σε αυτή που θάφευκε την πόλη
την έσκεφτόμουν πολλές φορές στα φορτηγά
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φυλακά μου
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση που ένας συναντάμε στην καρδιά της άμμου
νομίζω πως δεν άπρεπε να σταματήσω εδώ
τρέμει το χέρι μου ο θερμός αέρας με φλογίζει
κάτι άρχιες σέσια τροπικά του ποταμού βρωμούν
παρά που παράμερα γριλίζει
Θα προχωρήσω μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχαμε φύσει τρομερά με ουίσκι τζιν και μπίρα
και κάτσα τα μεσάνυχτα τρικλίσοντας βαριά
το δρόμο προς τα βρωμερά χαμένα σπίτια επείρα
έσκρας γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς
κάποια μάρβα ξεαπότομα γελώντας το καπέλο
παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω
μια κάμαρα στενή μικρή σαν όλες βρωμερή
διασμέσθαι σαν τους στίχους της εφτέφτανε κομμάτια
καυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά
με σκοτεινά παράξενα δαίμονισμένα μάτια
της είπα και στήσε το φως επέσαμε μαζί
τα δάχτυλά μου καθαρά μετράν τα κοκαλά της
δρόμου σε αψέντη εξήπνησα ως λένε οι ποιητές
μόλις σε σκόρπιζε μια γύταρο το πεταλά της
όταν την είδα και στο φως ταχνώ το πρωινό
μου φάνηκε λυπητερή μα κολασμένη τόσο
που με να δει ως αλόκοτο σαν να χα φοβηθεί
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω
δώδεκα φράγκα γαλικά μα έβγαλε μια φωνή
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο
και μια το πορτοφόλι μου μα πόμινα κι εγώ
ένα σταυρό απάνω τη σανίδα κρεμασμένο
ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει
ξεχνώντας μες το αίμα μου μια αρρώστια τρομερή
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει
δεν είναι για μένα η ναυτική που έκαμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει
πως είμαι παλιότόμαρο και πως τραβάω κοκό
μα αν ήξεραν οι δύστικοι θα μ' είχαν συγχωρέσει
το χέρι τρέμει ο πυρετός ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω
κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά
πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω