Ξέρω μια ιστορία, μια ιστορία ξακουστή
Για δύο φίλους απ' τη θύσβη, τον Παυλή και τον Κωστή
Ξεκίνησαν μια μέρα, μια μέρα σαν κι αυτή
Μια όμορφη Τετάρτη λίγο πριν τη Ροδαυγή
Ο ένας πάνω στ' άλογο κι ο άλλος στο μουλάρι
Ψωμί, ντομάτες, όνειρα, κελιές μες στο Ταγάρι
Πετράδες περιζήτητης όλη την οικουμένη
Ήλιο με ήλιο κένταγαν, βελόνι και καλέμι
Χτίζανε σπίτια και σχολιά στα χιόνια στο λιοπύρι
Γεφύρια, εκκλησιές κι ό,τι τους ζητηθεί
Και τώρα δάστου όση ουλουκά το μοναστήρι
Περνάνε αργά για να αδειάβουν την πόρτα την κλειστή
Ήταν δουλειά δυο ημερών και μιας νύχτας μόνο
Και ύστερα θα πέρνανε του γύρισμου το δρόμο
Ο ένας είχε δύο παιδιά και μια θυγατέρα
Κι ο άλλος μόνο την κυρά και μια αρρωστή μητέρα
Η πρώτη μέρα πέρασε, η δεύτερη νυχτώνει
Και σ' όλα τα μικρά κελιά ανάψανε φανούς
Και στρώσανε να κοιμηθούν χωρίς να πουν κουβέντα
Καθώς ο αέρας έφερνε τους πιο γλυκούς ψαλμούς
Γνωρίζαν απ' τα νιάτα τους έναν αρχαίο θρύλο
Που θέλει εκεί να ακρύβεται, στα βάθη της μονής
Χάρτης για να αφησαυρώ τόσο πολύ μεγάλο
Που μέχρι τότε άνθρωπος δεν είχε δει κανείς
Με αυτή τη σκέψη μες στο νου, το νου να φαρμακώνει
Σαν φυσικό στον ύπνο τους όνειρο τα αναδούν
Μες στα τραχιά τα χέρια τους το χάρτη να κρατάνε
Και τα σημάδια πάνω του κρυφά να μελετούν
Τραβάνε για το θησαυρό στο πρώτο το σημάδι
Σε ένα παλιό αρχοντικό με πλούσιο πηγάδι
Αδειάσαν όλο το νερό, δεν έμεινε στα γόνα
Κατέβηκαν και βρήκανε μόνο βρεγμένο χώμα
Σκεφτήκαν πως τον βρήκανε άλλοι πριν απ' αυτούς
Και φύγαν να προλάβουνε τους άλλους θησαυρούς
Ο δεύτερος ήταν θαυτός σε έναν υδροχωράφι
Έτσι όπως το έζησα, ο στίχος μου το γράφει
Ολοίμερης με τον κασμά, ολοβραδής με φτιάρι
Η νέα μέρα αρχότανε σπρώχνοντας το φεγγάρι
Όταν ξεθάψαν απ' τη γη το πύλινο πιθάρι
Μαντίγια λύρες έκρυβε λίγες οκάδεστάρι
Μόσο κουράγιο είχανε βάζουν ξανά στην πλάτη
Την μοίρα τους την πέτρινη και ακολουθούν ξανά
Βήμα το βήμα περπατούν τα βήματα του χάρτη
Και όλος τον τρίτο θησαυρό τους φέρνουν πιο κοντά
Ξημέρωσε και ξαφνικά γνώριμα γίναν όλα
Και βλέπουνε το σπίτι τους αυγένους στη στροφή
Και κλαίνε για το όνειρο, μα το όνειρο που εχάθη
Με πόσο πείσμα κράτησε στον τόπο της ζωή
Την τρίτη μέρα το πρωί τους ξύπνησε η καβάνα
Και ίσα που θυμότανε το όνειρο που είχαν δει
Ταΐσανε τα ζωντανά και όπως ο γιος τη μάνα
Φιλήσανε την Παναγιά και ανάψανε κερί
Ένα μου το παν, δύο πουλιά, δύο μαύρα χελιδόνια
Πώς θα περάσω βάσανα σε όλα μου τα χρόνια
Ένα μου το παν, δύο πουλιά, δύο μαύρα χελιδόνια
Πώς θα περάσω βάσανα σε όλα μου τα χρόνια
Υπότιτλοι AUTHORWAVE
Υπότιτλοι AUTHORWAVE