Σου λάμπω στον πάτσο παρά με δρεσίξτη
Μα για να φτάσεις θα θέλει και πίστη
Είμαι νοκάο,
τα ποπαλιά σηκώνω την κούβα στο πέτρινο δίχως τριμπάουν
Μένω ακλόνητος όταν ο στίχος να θορύβω σκάει στα φτάσου
Έλα και πέτα με σε ένα λεπτό συγκλειδώνω στο flow καρδιά μου
Αν είχα το χρόνο να ανοίξω ότι με μάθε κάποτε κάπου γιαγιά μου
Πέρασα ώρες ανοίγοντας με την ωραία Ελένη
Άφησε πίσω αναμνήσεις ζωής να τις γράφει κανείς Αν προλαβαίνει,
είναι η τέχνη μου ακρόνητη
Είμαι στην δόνηση,
ό,τι ακούς αυτό το κρατάω με δόντια,
είναι χρόνια προπόνηση
Απόφευγε λόγω των πιο παλιών,
πλέον τριάντα και δύο ετών
Έχω το χώμα για μένα να προσεύχεται Έχω
ένα σπίτι ο καθένας να έχει και θα εύχεται
Έχω μια μάνα με πέτε παιδιά Είμαι στο κέντρο
της πόλης και φτύνω προς το δικά τη γειτονιά
Πέρασαν χρόνια,
γυρνούσα μικρός με ποδήλατο μέσα στο πάρκα
Τώρα περνάω με τα μάτια,
ακόμα μου λείπει εκείνη η φάση,
είχα πλάκα
Δώσαμε ραπ μες στην πόλη μας,
δώσαμε πόνο το ξέρει το σώι μας
Δώσαμε όλο το είναι μας πάνω στην νότα,
βλέπω εδώ ο Χρήστο
Ακόμα κοιτάει με τα μάτια που είχε όπως πρώτα
Λάμψη δε σβήνει για σέγγονα αυτών τα δυχρόνια
Λείψα να ράπ το πρώτο χειμώνα στο φίτα
Έχει πολύ bureau καιρό κι εγώ ok σαν π었다
Μαντρόμου δασείρο να το γεννήξεις
Κι αν λίγο πάρ' το αργά
Μετά'ναι οι μέρες και τρέχουν σαν μαύρα πουλιά
Τόσο απλά
Κοιτώντας όσο ήρθαν κι όσο φύγαν
Να δακρύζεις λίγο
στα κρύφα
Σαν να δεχνές το νότο η πηξίδα κι αλλιφίγω ψηλά
Παισκίνα
Εκείνο το παιδί με τα πατίνια το φωνάζει μπαμπά
Εκείνο το ξανθά παρίτσι απ' τη γειτονιά μου
που γελούσε πλέον χάθηκε και άλλο δε μπαινά
Εκείνο το παιδί που ήταν πρέσβος στον άγραφο
στιγμού στα χρουσαφόζου στην Γερμανία για δουλειά
Ο κόσμος κι αν αλλάζει ποτέ μη σε τρομάζει
Χρυστικά μέσα στο δύο και φύγαμε στο κιάζι
Όσο νεράκι έσταζε αέριδες κι αν πάζει
Τα δυο μου χέρια απ' αυλό μου αγλείπταν ασκέσκει παζί
Ο κόσμος κι αν τα χάνει είμαστε καπετάνιοι
Και ό,τι χαίρει και να γίνει θα γλυστρύσει το καράβι
Στα ύψιγκαι στα βαθύ μη μπάνε όλα στράφι
Αυτό θα αφήνω κόσμοι μα επάνω σου να στραφτεί
Ο κόσμος κι αν αλλάζει ποτέ μη σε τρομάζει
Χρυστικά μέσα στο δύο και φύγαμε στο κιάζι
Όσο νεράκι έσταζε αέριδες κι αν πάζει
Τα δυο μου χέρια απ' αυλό μου αγλείπταν ασκέσκει παζί
Ο κόσμος κι αν τα χάνει είμαστε καπετάνιοι
Και ό,τι χαίρει και να γίνει θα γλυστρύσει το καράβι
Στα ύψιγκαι στα βαθύ μη μπάνε όλα στράφι
Αυτό θα αφήνω κόσμοι μα επάνω σου να στραφτεί