Σήμερα είχαμε,
λεφτά δεν είχαμε,
πατρίδα είχαμε,
σπίτι δεν είχαμε.
Στο γαλανό λευκοπανί,
οι Ιταλικοί Γερμανοί,
το είχαν βάλει για καλό στο μάτι,
και στο μπαλκόνι του σπιτιού,
για μεραγκάρα του αλατιού,
οι Ιταλικοί Γερμανοί,
το πρώτο μου πελάτη.
Κάτωσε τη σημαία,
μοναχός στην πρώτη μέρα,
τόσο μόνη,
τόσο μόνη, και η σημαία,
και στο χιόνι τόσο μόνη,
τόσο μόνη,
και η σημαία,
για σεντόνι,
και η σημαία,
για σεντόνι,
όταν έστρωνε το χιόνι.
Σημαία είχαμε,
λεφτά δεν είχαμε,
πατρίδα είχαμε,
σπίτι δεν είχαμε.
Το γαλανόλεπτο πανί,
οι Ιταλοί και οι Γερμανοί,
το είχαν βάλει για καλό στο μάτι,
και στο μπαλκόνι του σπιτιού,
για μεραγκάρα του αλατιού,
οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, το πρώτο μου πελάτη.
Πού κρατούσε τη σημαία μοναχώ στη προκυμαία,
τόσο μόνη,
τόσο μόνη,
και η σημαία,
μέσα στο χιόνι.
Πού κρατούσε τη σημαία μοναχώ στη προκυμαία,
τόσο μόνη,
τόσο μόνη,
και η σημαία,
για σεντόνι,
τόσο μόνη,
τόσο μόνη,
και η σημαία, μέσα στο χιόνι.
Μέσα στο χιόνι.