*
Πριν το καλοκαταλάβω, παραμύθι αρχίνησε.
Η ωραία κοιμωμένη
Υπήρχε μια φορά και ένα καιρό, ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που επιθυμούσαν πολύ ένα παιδί.
Τελικά γεννήθηκε ένα ωραίο κοριτσάκι, και εκείνοι ευτυχισμένοι ζήτησαν από όλες τις νεράιδες του βασιλείου να τη βαφτίσουν.
Μετά το πλούσιο γεύμα, οι νεράιδες ήταν έτοιμες να κάνουν δώρο στη μικρούλα η καθεμιά από μια αρετή.
Όταν εμφανίστηκε η νεράιδα Κορβίνα, μια γριά που κανείς δεν θυμόταν ότι ήταν ακόμα ζωντανή.
Οργισμένη που δεν την είχανε προσκαλέσει, η γριά νεράιδα θέλησε να εκδικηθεί.
Η καλή νεράιδα Φιορνταλίζα όμως, που βρισκόταν δίπλα της, κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει και ετοιμάστηκε να αποτρέψει το μοιραίο.
Οι νεράιδες γύρω από την κούνια άρχισαν να δίνουν στη μικρούλα τα δώρα τους.
Ομορφιά, υγεία, καλοσύνη, χάρη.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά η νεράιδα Κορβίνα που είπε...
«Η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί από ένα αδράχτη και θα πεθάνει».
Εκείνες οι σκληρές λέξεις τους τρόμαξαν όλους, αλλά να που παρουσιάστηκε η νεράιδα Φιορνταλίζα.
«Δεν μπορώ να ακυρώσω την κατάρα της Κορβίνας», είπε στο βασιλιά και τη βασίλισσα.
«Αλλά μπορώ να την τροποποιήσω. Η κόρη σας θα τρυπηθεί από ένα αδράχτη.
Αλλά αντί να πεθάνει, θα κοιμηθεί εκατό χρόνια.
Θα μπορέσει να την ξαναξυπνήσει το φιλί ενός πρίγκιπα».
Ο βασιλιάς απαγόρευσε σε όλους να έχουν στα σπίτια τους αδράχτια.
Αλλά μια μέρα η πριγκίποπούλα, που είχε γίνει μια υπέροχη μικρή δεσποινιδούλα,
γυρνώντας το βασίλειο, έφτασε σε ένα δωμάτιο όπου ζούσε μόνη της μια γριούλα που αγνοούσε τις απαγορεύσεις και εκείνη τη στιγμή ήφαινε.
Περίεργη η πριγκίπισσα πήρε το αδράχτη και κατά λάθος τρυπήθηκε και αμέσως έπεσε σε έναν ύπνο βαθύ.
Τότε ο βασιλιάς και η βασίλισσα θυμήθηκαν τα λόγια της νεράιδας Κορβίνας, αλλά ήταν πολύ αργά πια.
Απελπισμένοι ταχτοποίησαν την κόρη τους στο πιο ωραίο δωμάτιο του βασιλείου και μετά φώναξαν την καλή νεράιδα Φιονταλίζα.
Η νεράιδα έφτασε αμέσως πάνω σε μια νάμαξα. Με το μαγικό ραβδάκι της βήθησε σε ύπνο ολόκληρο το βασίλειο.
Μετά με ένα μαγικό τρόπο έκανε το δάσος που βρισκόταν γύρω από το κάστρο να γίνει αδιαπέραστο,
γιατί για εκατό χρόνια εκείνος ο ύπνος έπρεπε να είναι ανενόχλητος.
Τα εκατό χρόνια πέρασαν και να λοιπόν που ένας πρίγκιπας από άλλο βασίλειο πηγαίνοντας για κυνήγι έφτασε στο δάσος.
Γεμάτος από περιέργεια μπήκε και με έκπληξη είδε ότι τα αγκάθια παραμέριζαν για να τον αφήσουν να περάσει.
Περπάτησε, περπάτησε, έφτασε στο κάστρο και έμεινε έκπληκτος από το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοί του κοιμόντουσαν.
Ανέβηκε τις σκάλες, διέσχισε ένα μακρύ διάδρομο.
Και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα που μόλις τη χτύπησε άνοιξε διάπλατα.
Μπροστά του κοιμόταν πάνω σε ένα χρυσό κρεβάτι, η πιο ωραία από όλες τις πριγκίπισες που είχε δει ποτέ του.
Ο πρίγκιπας την ερωτεύτηκε από την πρώτη ματιά και πλησιάζοντάς την τη φίλησε.
Αμέσως η πριγκίπισσα ξύπνησε και μαζί της ολόκληρο το βασίλειο ξανά ήρθε πάλι στη ζωή.
Λίγες ημέρες μετά ο γάμος των νέων γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια και σε όλο το βασίλειο επικράτησε η ευτυχία.
Κι έτσι πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.