*
Πάω κι ασήμα από νερό
δακρύζω και γέλαω το γέλιο σου
Ως όρηχα κι αν είναι εδώ πάντα φοβάμαι μην πνίγω
Σε έναν κόσμο που ξεχνά, σε έναν κόσμο σιωπηλό
Που περπατά πάντα σκυφτός και πίνει αμύλη το νερό
Μα έχω πει ξίδα μου το γέλιο σου
Τόσα σου δίνω, πόσα θες, πόσα αν πάρω θα σωθώ
Με πόσα παίρνεις δυο αγκαλιάς κι ένα κομμάτι ουρανό
Με πόσα κλείνουν οι πληγές και ξεγελάς τον πόνο αυτό
Πόσο μου έλειψε το γέλιο σου
Ακούω τους ψιθύριους σου να έχουνε στο νου
μου δυνατότερα απ' τους ούγκλας τις ειρήνες
Κυλώτας από τα μυαλά μπρος στο άπειρο σαν
χάδι από χρυσόπαν απ' τις μέρες και τους μήνες
Σαν θάλασσα βαθιά μα είσαι στον αφρό πως να σε αγγίξω δίχως να κοπώ
Πως να σου ψιθυρίσω δίχως να ακουστώ
Είναι όλα λιώς μα είναι όλα δω
Δες παίζουνε κρυφτός σαν το φως κι αγρία
λούλουδα φυτρώνουν λίγο πλέπ τους κρατήρες
Χορεύουν σε γιορτές και τροχές και όπως
σμίγουνε δακρύζοντας αφήνουν σπινθήρες
Είσαι σαν λιακάδος τον τραχή καιρό
Στην καλοκαιριά κουστάρει το ξανθό
Πως να μη σε πονώ όταν σε φιλώ
Πως να σου κακιώ σαν δεν διαιρεθώ
Ποιος τέχει σιωπηλός μες στο δωμάτιο
χαζεύοντας αργά τις καρδιάς της τλιμήρες
Ποιος πλάνες ξεγελά σε λευκά κελιά
ποιος δίνει τα κλειδιά στις ζωτήρες
Δεν έζησα εγώ στον αθλείο καιρό αρρωτήσουν πες πως δεν με είδες
Πως όλα ήταν μόνο ένα όνειρο μια ζάλη σε χαμένες πατρίδες
*
Πόσο ψηλά φτάσαμε χθες με εγώ ψενιώθω στο βυθό
Πως προς πέρασαν οι εποχές με ένα βλέμμα στο κενό
Αφήσαν δάκρυα οι στιγμές σπάω κι ασήμα από νερό
Δακρύζω και γέλαω το γέλιο σου
Πόσο ρίχα κι αν είναι εδώ πάντα φοβάμαι μην πνίγω
Σε ένα κόσμο που ξεχνά, σε ένα κόσμο σιωπηλό
Που περπατά πάντα σκυφτός και πίνει αμύλη το νερό
Μα έχω πει ξίδα μου το γέλιο σου
Πόσο ψηλά φτάσαμε χθες με εγώ ψενιώθω στο βυθό
Πως προς πέρασαν οι εποχές με ένα βλέμμα στο κενό
Αφήσαν δάκρυα οι στιγμές σπάω κι ασήμα από νερό
Δακρύζω και γέλαω το γέλιο σου