Τα
πόδια
σου στο φρένο, σαν το φανεγλίσι να καπνεί.
Σ' έναν κόσμο ξένο,
με γιατρεύει σαν μουσική.
Ξέρω που πάτω και που πηγαίνω,
έχω τα πόδια μου στη γη.
Με τη γεμόρφια σου,
μαγεμένο σε μια αύρα ονειρική.
Ποτέ,
ποτέ μην ακούσαν, τώρα όλοι σε ξεγελάν.
Τρέξε,
πάνω ψηλό,
άνθρωπος όλην πίσω σε κρατώ.
Πέξε,
σαν να σου παιδί η Κωνσάντια είναι χειλιανό σου.
Είναι
χειλιανό σου,
σοδυνάτια, προστάταυτη, προς τα χέρια.
Σε στεριά είναι γραμμένο,
χαραγμένο σε λευκό χαρτί.
Στον ήλιο κουμπισμένο,
κρεμμένο από μια χρυσή κλειθή.
Στον ωκεάνο, αφιά κρυμμένο,
μα ποτέ του δεν θα χαθεί.
Μα ό,τι δίπλα σου θέλω να είμαι σένα,
τι και να έρθουνε κατά κλεισμί.
Ποτέ,
ποτέ μην ακούσαν, τώρα όλοι σε ξεγελάν.
Τρέξε,
πάνω ψηλό,
άνθρωπος όλην πίσω σε κρατώ.
Πέξε,
σαν να σου παιδί η Κωνσάντια είναι χειλιανό σου.
Δυνατή, αφροσέντευτη, προς τα χέρια.
Άκου την καρδιά σου,
μόνο εκείνη ξέρει να σου πει πού πρέπει να πας.
Κράτα τα πανιά σου,
κύριο ζέμονάχα, εκεί που θέλεις να πας.
Σπάσε τα δυσμό σου,
μέσα σου δεν σαν φεγγάρια πλήθει να το χωράς.
Έχει το νου μόνο σου,
το μέλλον μέσα στα χέρια σου σφιχτά ξέρε πώς το κράτας.
Ποτέ,
ποτέ μην ακούσαν, τώρα όλοι σε ξεγελάν.
Τρέξε,
πάνω ψηλό,
άνθρωπος όλην πίσω σε κρατώ.
Πέξε,
σαν να σου παιδί η Κωνσάντια είναι χειλιανό σου.
Ποτέ,
ποτέ μην ακούσαν, τώρα όλοι σε ξεγελάν.
Τρέξε,
πάνω ψηλό, άνθρωπος όλην πίσω σε κρατώ.
Πέξε,
σαν να σου παιδί η Κωνσάντια είναι χειλιανό σου.