Περνάω πλέον από αυτό το στενό και μου φαίνεται τόσο αστείο.
Ένα μάξι αράζει κάτω από τη γέφυρα, κλασικά.
Ένα παιδί πλησιάζει και χώνει το κεφάλι του μέσα από το παράθυρο.
Κοντοστέκομαι.
Παριστάνω ότι γράφω κάτι στο κινητό μου.
Τι λέει γέρο, τι λέει ψηλέ.
Δίνουν τα χέρια και μιλάνε πια σε χαμηλότερο τόνο.
Γελάω γιατί ξέρω την κάθε τους λέξη χωρίς να διαβάζω τα χείλη τους.
Είναι η συζήτηση.
Η ίδια τυπική συζήτηση που έχει γίνει εκατομμύρια φορές σε αυτό το στενό.
Μέσα ή έξω από κάποιο αμάξι.
Πριν ο καθένας να τραβήξει τον τρόμο του.
Γελάω πιο δυνατά.
Γίνομαι χούν.
Γυρίζουν και με κοιτάνε και τότε είναι ξεκάθαρο.
Εγώ είμαι αυτός.
Εγώ είμαι αυτός μέσα στα μάξι.
Εγώ είμαι και αυτός έξω από αυτό.
Έχουμε μείνει τρεις εγώ να κοιταζόμαστε.
Αδερφέ υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Με μας γελάς.
Αδερφέ να πεις τη μάνα σου φωνάζω.
Και το πλάνο ανοίγει.
Μια κινηματογραφική έκρηξη σημειώνεται πίσω από την πλάτη μου.
Καθώς περπατάω προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Δεν θα χρειαστώ κανέναν σας.
Κι αν είναι να θυμάμαι αυτή τη γέφυρα.
Θα είναι μόνο για να γελάω.
Είμαστε οι ίδιοι.
Όλοι.
Όχι μόνο εγώ και εσύ.
Όλοι.
Κάθε μέρα αγωνίζομαστε να ξεχωρίσουμε.
Να διαχωριστούμε από τους άλλους.
Από όλους.
Με αυτούς που θα έπρεπε να είμαστε ένα.
Που τόσα θα έπρεπε να μας ενώνουν.
Που μας ενώνουν τόσα.
Τα οποία κάναμε ασθενικά και άσχημα.
Γιατί χάσαμε το νόημα στην πορεία.
Από την ίδια μας την πορεία.
Και ξαφνικά.
Κάνω στην άκρη.
Βάζω τα δάχτυλά μου στα μάτια μου.
Πιέζω με δύναμη.
Τα βγάζω.
Και τα πετάω στην άκρη του δρόμου.
Βάζω το χέρι μου στο στόμα.
Έτσι με τα αίματα.
Μέσα. Βαθιά.
Πιάνω την ψυχή μου.
Την τραβάω έξω.
Και τη στέλνα να μαζέψει τα μάτια.
Της φωνάζω.
Κοίτα μας.
Της δίνω δύο λεπτά.
Δεν μου ζητάω και παραπάνω.
Τη ρωτάω τι βλέπεις.
Είστε ίδιοι μου λέει.
Όλοι.
Ερωτεύεστε ίδια.
Όλοι.
Ζητέτε και κάνετε τα ίδια.
Θυμώνετε και παίρνετε το ίδιο απειλητικό βλέμμα μόλις σας προσβάλλουν.
Και πάνω απ' όλα γεννιέστε και πεθαίνετε ίδια.
Με μια κραυγή και ένα κλάμα.
Απελπισμένοι.
Απελπισμένοι.
Ζήτε η επανάσταση θυμάσαι.
Ήμασταν 15.
Και η επανάσταση φόλιαζε σε μπουκάλια μπύρες το πρωάβιο στις 7 το πρωί.
Και σήμερα η επανάσταση φοράει την ποδιά που αρνήθηκα να βάλω.
Και κάνει εκείνο το τηλεφώνημα στο οποίο ισχυρίζεται πως η θερμοκρασία μου αγγίζει τους 39 βαθμούς.
Και αύριο και σε κάθε αύριο η επανάσταση θα κοιμάται στα χρόνια που ακόμα μπορούμε να μην φοβόμαστε.
Πως μοιάζει η ζωή μας χωρίς εμάς μέσα της.
Πως μοιάζει η ζωή μας χωρίς εμάς μέσα της.
Αφήναμε τα σημάδια μας παντού.
Λες κι αυτό θα μας έκανε αθάνατος.
Γράφαμε τα ονόματά μας για να δηλώσουμε το πέρασμά μας.
Δεν αφήσαμε θρανείο, δέντρο, πεζούλι, τουαλέτες.
Χωρίς μελάνη ή χαραγματιές.
Κι ύστερα πιάσαμε ανθρώπους και τους χαράσαμε μες στην καρδιά το όνομά μας.
Τους κάναμε να μας ερωτευτούν.
Κι ύστερα τους πληγώναμε για να μείνει στη μνήμη η χαραμένη μυρωδιά μας.
Πήγαμε σε όλα τα μέρη.
Και κάτι κλέβαμε από εκεί.
Κάτι ζούσαμε που δεν το είχε ζήσει άλλος.
Για να μας θυμάται το μέρος.
Και να φύγεται σε άλλους την πρωτότυπη ιστορία μας.
Κάναμε στέκια μας όλα τα μπαρ και τα καφέ της γειτονιάς μας.
Κι αφήναμε κι εκεί το όνομά μας.
Κι ύστερα ξαναγυρίζαμε στα σπίτια μας.
Κι αποφασίζαμε για την μεταθάνατη απορία μας.
Βγάζαμε μελάνια και χαρτιά.
Κι αρχίσαμε να γράφουμε, να γράφουμε, να γράφουμε.
Για να μετατοπιστεί η απελπισία μας.
Σίγουρη για την αποδοχή.
Χαρούμενη για την εκπλήρωση της προφητείας μας.
Δεν είδαμε ποτέ πως όπου είχαμε γράψει παλιά τώρα είχαν πατήσει άλλοι.
Κι είχαμε γίνει μουτζούρες.
Υπότιτλοι AUTHORWAVE
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật