Βαθύ γαλάζιο, ξεπροβάλλει και πάλι,
Αλκοολικά, αλκαλικά, αλκιδικά και αποχρώματα,
Κουρασμένα φίλε τα σώματα, τρέχει η σκέψη και πάει,
Μεγάλη αγάπη, μεγάλη φωλιά, μεγάλη φωτιά, σπινθύρες παντού, τριγύρω μας,
Φωτεινά λαμπάκια ανεβοσβήνουν σαν πιώματα σε ρυθμούς αριθμούς,
Έχω γεμίσει το νου μου με πληγωμένα πατώματα, πτώματα, στόματα, νοικοκλίνου,
Αλλά εσύ δεν ακούς.
Διαφοροποιώντας τις κατευθύνσεις,
Δεν έχω προσαρμοστεί ακόμα στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της ζωτικότητας,
Από δεκατησμένος χρόνια, από τη φυλή της ανθρωπότητας,
Κυκλοφορώ σαν κυκλοφορητής καλωρυφέρδειας,
Παίρνοντας νερό που αποβλέπεις στη θέρμαση των σωμάτων και των αέρινων ιδεών χρόνια,
Ρυθμισμένος στη σταθερή ροή της απορροτικότητας,
Ευτυχώς λειτουργικά τα όργανα μου παραμένουν ακόμα ενεργοποιημένα,
Σε σταθερή τροχιά βαλμένα εν σειρά,
Για τοποθετημένα εγκάρσια της αποφυγής δικών βλαβών και παραπλήσεων λάθων εκ μέρους μου,
Βλέπεις ότι αγαπούσα φίλια εξευραστικά απ' την αρμύρα της θάλασσας,
Και ότι ποθούσα πιο πολύ στη ζωή μου θαύθηκε με το χώμα που σπέρνει ο αέρας λυσώντας,
Μετά από έντονη κακοκαιρία και σκορπά αναζητώντας τον ήλιο ξανά,
Στέκω θωρώντας τη λαμπερή πλευρά της ψυχής μας,
Κι αναρωτώντας τι έφτεξε π' ακόμα το βλέμμα μου δεν έχει καθαρίσει,
Περιμένω ανατολή, σίγουρα μόνος κάπου κοντά στη δύση,
Αντιληφθήκα παιχνίδια ισχυμένα, απομακρύνθηκα σταθερά και θελημένα,
Απέβαλα ό,τι έλαβα και μην νομίζεις ότι έλαβα,
Παλεύουμε διαρκώς απερνοσμένα για το τι θα γίνει αύριο,
Αποτελούμαστε από χώμα και νερό, όχι μόνο στο σώμα μα δυστυχώς και στο μυαλό,
Προσπαθώ, προσπαθώ, προσπαθώ τελικά,
Από την ώρα που ορνετισμός παίρνει εμπρός δυστυχώς επέρχεται χάος βασικά,
Δεν παίρνω τίποτα της μέτρητης απ' ό,τι γύρω μου συμβαίνει,
Ίσως να είναι κι αυτό μειονέκτημα ζώντας με τους δικούς μου κανόνες,
Και να απολαμβάνω την κάθε μου μέρα σαν αν η τελευταία,
Μυρίζω τις οσμές της φύσης και βάζω κόντρα το βλέμμα μου στην ανατολή του ηλίου,
Περπατώ με γυμνά πόδια μες στη βροχή νιώθοντας να αναβλύζει μαγεία απ' τα έγκατα της γης,
Αγγίζω το νερό της θάλασσας και ξεδιψώ αναζητώντας τις σκέψεις μου,
Μυρίζω τα δέντρα και απορροφώ τις μυρωδιές της φύσης,
Σαν αν η τελευταία μέρα της ύπαρξης μου.
Και ξαφνικά βρέθηκα ανάμεσα σε δύο βουνά που οι κορφές τους σε 47 μίλια τέμνονται,
Βρέθηκα ανάμεσα σε δύο βαθιά ποτάμια που από μηδέν βάθος αρχίζουν και καταλήγουν στο έμπρεπε φαίνεται,
Βρέθηκα ανάμεσα από ξεγυμνωμένα χαλκινά καλώδια,
Και συγκρατώντας όλα μου τα εφόδια να ο ποταμός βάθαινε και τρέχει η ανάσα μου κοβόταν απότομα,
Ενώ τα σύννεφα είχαν φορτώσει και η βροχή σιγά σιγά έπεφτε με έδαινε,
Σχοινιά φορεμένα χειροπόδαρα ανάποδα ήρθαν τα πρόσμενα δεδομένα και αποκλήστηκα απ' την ανάσα μου βία,
Μάσκες στα μάτια φορούν παροπίδες και επιβάλλουν τη δρομολόγησή μου ανήθικα,
Και μιστά φαγητά μαγαθά υλικά σερβίρουν σε ψέμα και πλαστικά ντοματάκια με ρίζι φοβήθηκα,
Την απεξαρτητοποίηση της καρδιάς και του νου του ανθρωπινού με νου ρόλου μελετήθηκαν,
Έτσι φωτός πριν γεννηθούμε για να πνεύσουμε, την απ' την πρώτη παρουσία έλξουμε την αναφορά για μελέτη,
Έχουμε πεθάνει πριν γεννηθούμε και όλο αυτό που ζούμε δεν ζούμε, γιατί ποτέ δεν θα έχει έρθει το παρόν παρατηρώντας το μέλλον έφυγα.
Υπότιτλοι AUTHORWAVE