Το δάσος όλο και μικραίνει,
το τσεκούρι έκανε φίλο,
το'χει πείσει πως το δέντρο πρέπει κάποιος να το γδέρνει,
κι αυτό του μοιάζει τόσο,
είν' και τα δυο φτιαγμένα από ξύλο.
Τη θάλασσα κάποιος πικραίνει,
αλλάζει χρώμα κάπου πηγαίνει,
μια βαθαίνει,
μια ξεραίνει,
μια στις ξέρες μπενοβγαίνει,
δεν μπορεί να μας τρελαίνει,
δεν μπορεί κάτι συμβαίνει.
Η ώρα είναι περασμένη,
τα δευτερόλεπτα την κυνηγάνε,
κι εκείνη τρέχει να προλάβει τους μήνες και τα χρόνια,
πριν λιώσουνε τα χιόνια,
εμάς να ξέρεις δεν θα μας προλάβει.
Η αγάπη είναι αποφασισμένη,
να νικήσει την τόση την ασχήμια,
δεν ρωτάει που να πάει,
όποιον θέλει αγαπάει,
ομορφαίνει όλους τους τόπους,
τα αγρίμια κάνει ανθρώπους.
Η αγάπη είναι αποφασισμένη,
να νικήσει την τόση την ασχήμια,
δεν ρωτάει που να πάει,
όποιον θέλει αγαπάει,
ομορφαίνει όλους τους τόπους,
τα αγρίμια κάνει ανθρώπους.
Το φίδι είναι μπερδεμένο,
με τα χρόνια άλλαξε φύλλο,
λέει δεν φταίει αυτό καθόλου,
είναι παρεξηγημένο,
ο Αδάμ με βγάλε βρώμα,
ούτε που το άγγιξε το μήλο.
Η ζέμπρα θέλει ψυχολόγο,
είναι λέει τέρμα διχασμένη,
μία πάω,
μια νιουκάστρι,
μια γιουβέντου,
σκαλαμάτα,
παίρνει χάπια η καημένη,
είναι τσίτα μπούνια μπερδεμένη.
Ο ελέφαντας είναι θλιμμένος,
ο ιδατάνθρακας τον έχει πρίξει,
τον ρωτάνε τα μυρμήνια πως θα βγει στην παραλία,
μα πριν απαντήσει τα καημένα τα έχει πατήσει.
Η αγάπη είναι αποφασισμένη να νικήσει την τόση την ασχήμια,
δεν ρωτάει που να πάει,
όποιον θέλει αγαπάει,
ομορφαίνει όλους τους τόπους,
τα γρίμνια κάνει ανθρώπους.
Η αγάπη είναι αποφασισμένη
να νικήσει την τόση την ασχήμια,
δεν ρωτάει που να πάει,
όποιον θέλει αγαπάει,
ομορφαίνει όλους τους τόπους,
τα γρίμνια κάνει ανθρώπους.
Ένας φίλος μου είναι χαμένος,
τριγυρνά σαν τον απόκληρο,
τα τραγούδια που ακούει λένε για το άλλο του μισό,
μα εγώ τον έκανα χρυσό,
να βρει
ένα άλλο ολόκληρο.