Περί κόρτες,
κεραίλα
και κατήλες, νοποκουριανκη
Σε
μια νεαρή κουβέντα,
να κοιτάς τις άνθρωποι κάτω από το μπλοκόνι.
Είχες τόσο παιδιά,
αλλά ποτέ κανένας δεν έρθει πια.
Είχες τόσο παιδιά,
αλλά ποτέ κανένας δεν έρθει πια.
Είχες τόσο παιδιά,
αλλά ποτέ κανένας δεν έρθει πια.
Βρίσκομαι και παραμένω στον νεό με το σπίτι.
Μα μάνα, σε θυμώ.
Δεν είμαι πια.
Ήρθες μικρή
και αγρυπτική,
αλλά ήρθες πάντα, μάμα μου.
Ήρθες πάντα,
μάμα μου.
Μόνος σου το καταλάβαινα.
Όταν
ήμασταν πιο μεγάλο.
Τώρα δεν είσαι πια.
Μα μάνα, σε θυμώ.
Δεν είμαι πια.
Για εσένα, μάμα μου,
ήρθα να γράψω αυτήν την τραγούδι.
Παρακαλώ,
δεν σου αγαπήσα πια όταν ήσουν ζωή.
Αλλά είναι αλήθεια ότι αισθάνεσαι κάτι ωραίο όταν δεν είσαι πια.
Ευχαριστώ για όλα που έκανες για εμένα.
Και ευχαριστώ πιο πρώτον για το ότι ήσουν εσύ,
η μάμα μου.
Μάμα μου, πού είσαι?
Μάμα μου,
τι κάνεις?
Βγάλ' μου το ήχο,
όταν κοιμώ.
Και έρθεις με εμένα.
Μάμα μου, σε θυμώ.
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật