Πίσω στα πυκνά τα καθάσια
σαν τη δαιμονισμένη γυρνά
χρόνα
το γλυκό παλικάρι
περιμένει σ' εράχια κρυτμά
τα στράφια σπαθίδι τα βαλάει σαν τη φωτιά
τα σύρρα
λυμπίζουνε σπαράζουνε τα κορνιά
και αρκάζει της εράχ
κι όλες με έναν αχαλάκ
τα ίδιουνε όλους τους.
Κλαίνε
στα χαρέμια οι σκλάβες
τρέμουν την οργή του πασά
κλαίνε
στο σαράι οι αγάδες
που ουρφούσαν της εράχτην ομοφιά
τα στράφια σπαθίδι τα βαλάει σαν τη φωτιά
τα σύρρα
λυμπίζουνε σπαράζουνε τα κορνιά και αρκάζει της
εράχ κι όλες με έναν αχαλάκ τα ίδιουνε όλους τους.