Μέσα σε γκριζά,
πρωινά,
μεσεδωμάτια φτύνα,
σε ραγισμένες αγκαλιές,
εγώ πετάω τη μοναξιά μου.
Σαν ρούχο που έχω βαρεθεί,
πάνω στο πάτωμα καρφί,
χτυπάω εσένα μα εκεί,
ματώνει πρώτα η καρδιά μου.
Σε ξενοδοχείο,
άψυχο και κρύο,
θα αρχίσει ακόμα μια νύχτα,
θα τελειώσει.
Κι όταν φτάμαι με άλλον, και θα σκέπτω με εσένα,
θα έχω λόγο να θέλω το πρωί να ξημερώσει.
Και θα σώμαι στο ψέμα,
θα μισώ και εμένα,
που σε αγνό στο σώμα έδωσα μια νύχτα ακόμα.
Σε ξενοδοχείο, άψυχο μα και κρύο,
όσο κρύα έχει γίνει η μακρύα σου,
η δική μου αντιορθώτη καρδιά.
Μέσα σε όνειρα τρελά,
στο τίποτα,
στο πουθενά,
σε βλέμματα ηρώνικα,
εγώ αδειάζω τη ζωή μου.
Σαν το ποτήρι το ποτό, που θέλω όλο να το πιω,
και να τα σπάσω να κοπώ,
αίμα να τρέξει απ' τη ψυχή μου.
Σε ξενοδοχείο, άψυχο και κρύο,
θα αρχίσει ακόμα μια νύχτα, θα τελειώσει.
Κι όταν θα με με άλλων, και θα σκέφτομαι σ' ένα,
θα χω λόγο να θέλω το πρωί να ξημερώσει.
Και θα ζω μες στο ψέμα,
θα μισώ και εμένα,
που σε αγνό στο σώμα έδωσα μια νύχτα ακόμα.
Σε ένα ξενοδοχείο, άψυχο μα και κρύο,
όσο κρύα έχει γίνει μακριά σου,
η δική μου αδιορθώτη καρδιά.
Η δική μου αδιορθώτη καρδιά.