Άρα, βάζω ντουτσε τη στολή του και τη σπουφιά την ψιλή του με όλα τα φτερά
Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει βρέθο φουκάρα
Αχ, τον Τζολιάμα στο Λεβέντι βρίσκει στα βουνά και ταράζει τον αφέντι το μακάρονα
Αχ, Τσιανό, θα τρελαθώ Τσιανό, με τους Τσολιάδες ποιος μου είπε να ταβάνω
Αχ, ξεκινάει την άλλη μέρα μα και πάλι ακούει η αέρα από τον Τζολιά
Δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι ξέρει τη δουλειά
Αχ, τρώει τις σπέρες σαν χαλάζι από τον Τζολιά
Και όλος ο στρατηγός σαλάζει για να βρει δουλειά
Αχ, Τσιανό, θα τρελαθώ Τσιανό και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω
Αχ, στέλνει ο νέος Ναπολέων με αρχείες ποιναλέων στο βουνό ψηλά
Αχ, στέλνει ο νέος Ναπολέων με αρχείες ποιναλέων στο βουνό ψηλά
Αχ, στέλνει ο νέος Ναπολέων με αρχείες ποιναλέων στο βουνό ψηλά
ο στρατός μας εχμαλώτου τσουρμοκουβαλάχ.
Ωχ, κέικεν τα βρήκα ημένη βρέθη τρομερό,
νηστικοί ξελιγωμένοι πέφτουν στο νερό.
Αχ, γκράτσι, να μη σε δω γκράτσι,
γιατί σε κάρβουναν αμένα έχω κάτσι.
Αχ, τρέχουν σαν τρέλοι στους βράχους
κι από μας κι απ' τους συμμάχους τρώνε την κλωτσά.
Και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκανε Έλληνες λεβέντες μες στην κοριτσά.
Ωχ, μέσα στ' αργυρόκαστον,
τρώε μπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα ελληνική.
Αχ, Τσιανό, θα σκοτωθώ Τσιανό,
γιατί σε λίγο και τα τύρα να τα χάνω.
Και πάθανε οι καημένοι μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.