Του
λιμάνιου
το καλδερίμιο συνδεζίσαν,
να που δεν ξέρουν
τι είναι πόνος και καήμος
πως κλαίει ο άνθρωπος που το όνειρά του τώρα σβήσαν,
πως ο πικρός του κόσμου ο κατατρέγγμος.
Πνιχτές ανάσες και μπρισιές,
βαμμένα χίλια παγωμένα στις γωνιές,
κι είναι θάνατος αργός του πεζοδρομίου ο νόμος σως κλήρος.
Οί κρατά κρίστενα γμός,
ξεχαστήκαν κι ο καημός,
έγινε όνειρο γαλάζιος ουρανός
και τα πρόσωπα κλωμά,
κουρασμένα τα κορμιά,
μέσα στον ύπνο ψάχνουν αμβρουλισμόνια.
Του λιμάνιου
το καλτερίμιος ήδε ζήσαν,
να που δε ξέρουν
τι είναι πόνος και καήμος,
πως κλαίει ο άνθρωπος
που τον Ιράν του τώρα ζευγίσαν,
πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρέγμος.
Σβήσαν τα πόδα στα στενά,
του λιμάνιου τα καλτερίμια σκοτεινά,
και σταμάτησε η ζωή το ψεματόφια σειδωμένο της βάζει.
Πληρωμένες αγκαλιές ιστορίες τραγικές
γραφόνται μες τις κρύες φτωχογειτονιές,
το τραγούδι σπαράγγουμες και η ζωή κατατρέγουμες,
το καλτερίμι ένας ατέλειωτος καημός.
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật