Μ'
αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του
πίκρα και λυγμός.
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά,
εκείνη όνειρα φυλά,
Πάρ' το στεφάν μας,
πάρ' το γεράν μας,
στην τράπετσο να πτά,
δεν έχουμε ζωή.
Βάλα το χέρι μου και πά' μας φέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.
Ένα
κρεβάτι και μια πουνιά στη γωνιά,
πες την
τρίπια στέγη του άστρα και πλιά,
κάθε του πόρτα υδρότας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρο του κι ουρανός.
Κι όταν έρθωταν τη βραδιά,
μες στο στενό σοκάκι,
σε φαντώναν τα παιδιά,
αχ το σπιτάκι μας κι αυτό είχε καρδιά.
Πάρ' το στεφάν μας,
πάρ'
το γεράν μας,
στην τράπετσο να πτιά, δεν έχουμε ζωή.
Στον απτιά,
δεν έχουμε ζωή.
Κρατά το χέρι μου και πά' μας φέρι μου,
εμείς θα
ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.