Στάθηκα πολλές φορές εδώ που είχε σταθεί
Ένα κρύο πρωινό
Στο κάθε σου χέρι ένα παιδί
Μία οικογένεια από την παλιά Ελλάδα
Στη Θεσσαλονίκη του εβδομήντα
Χειμωνιά την Κυλιακάδα
Και κοιτάζω ένα μωρό που με κοιτάζει μα πορεία
Μέσα από ένα σκουφό μια παλιά φωτογραφία
Λεωφόρος Νίκης παραλιακή
Πριν σαράντα χρόνια κάποια Κυριακή θα ήταν
Μου έκλεισε στο μάτι και έσβησε στο φως
Ξύπνησα κι ο κόσμος είναι αηλιώτικος
Ήταν λέει μια κακή στιγμή
Ψάχνω και δεν είσαι τώρα εκεί
Τσιγάρα στο φωταγωγό,
φωτιές στην παραλία Ποτάφη τη λιάμα,
τη βία σύρμα
Τρέχω να ξεφύγω,
δύρως βες τη κίκια Περιπολικά γλύτως από θαύμα φίλε
Ό,τι κι αν σου λέω είναι λίγο
Πλήξη κι απαξία, ενδογενείς μελαγχολία
Άγχος, ασφιξία, πανικός
Ουρλιάζω μες στον ύπνο μου έριξα ένα τζάμι
Άγρια χαρά,
κατόρθωμα όχι αστεία Βγήκα στην παρανομία πια
Μου
έκλεισες το μάτι
και έσβησες το φως
Ίσως κάποια μέρα να μου έδειχνεις το πως
Φτάνει μόνο μια κακή στιγμή
Για να σε τραβάνε μια ζωή
Φτάνει μόνο μια κακή στιγμή
Μα εδώ δεν έχω φίλους πια και τίποτα δικό μου
Κάτι χρειάζει εισβήνω μόνο από το παλιό εαυτό μου
Πήρα αυτό που ήθελα και πλήρωσα κρυβά
Έδωσα ό,τι είχα ήταν λίγα ήταν πολλά δεν ξέρω
Μα ακόμα φτάνω στο λιμάνι με τα πόδια και γυρίζω
Παίρνω φόρα πέφτω πάλι μέσα στου ουρανού το γκρίζω
Μέσα απ' την ομίχλη φάνηκε ένα πλοίο Το ρολόι δείχνει
περασμένες δύο
Μα έλα κλείσε μου το μάτι σβήσε μου το φως
Τώρα πια ο κόσμος είναι αιωτικός
Ήταν λέει μια κακή στιγμή
Ψάχνω και δεν είσαι τώρα εκεί
Ψάχνω μα δεν σε πιάνω εκεί