Ο Γουήλιος Μαύρος
Ο Γουήλιος Μαύρος θερμαστής από το Τσίμπουτι
Όταν απ' τη βάρδια του τη βράδυ νησχολούσε
Στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
Κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
Μου λέγε πως καπνίζουνε στ' αλγέρι το χασίς
Και στο άντεν πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
Και πίτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
Όταν η ζάλη μου όνειρα περίεργα τους κυκλώνει
Μου λέγε ακόμα ότι είδα αυτός μια νύχτα που είχε πιει
Πως πάνω σε εκκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
Και πίσω θέτω έτρεχανε γοργόνες με φτερά
Σαν πάμε στο άντεν μου λέγε κι εσύ θα δοκιμάσεις
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουράφιο
Και του λέγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
Και το ταυτό συνήθιζε γελώντας στραντάχτα
Με τον αχέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
Μέσα στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
Κάποια νύχτα μέσα στο πάρ τσίνα στην Μαρσίλια
Για να φυλάξε με έναν από έναν Ισπανό
Έφαγε αυτός μιαν αδιανή στην κεφαλή ποτήλια
Μια μέρα τον αφήσαμε στυχνό απ' τον πυρετό
Μέρα στην Αποανατολή να φλέγεται να λιώνει
Φεεϊ! τον μαύρον τον καλό, συγχώρεσαι, wyil
Και δώστε εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη
Φεεϊ! τον μαύρον συγχώρεσαι, wyil
κι εδώ στ' εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρι σκόνη
Φεεϊ! τον μαύρον τον καλό, συγχώρεσαι, wyil
και δώστε εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật