Lời đăng bởi: 86_15635588878_1671185229650
Έτσι έφτιαξα ένα πάνθεο ωραίων κοριτσιών και ωραίων αγοριών όπου ανάδυναν μία δύναμη μέσα από την ομορφιά τους και μία αίσθηση ερωτική.Πολλές φορές στην εξόριστη με ρωτούσανε, τέλος πάντων Ρίτσο, πώς φτιάξεις αποκλειστικά μόνο ανθρώπινες μορφές και ανθρώπινες σώματα γυμνά,δείχνεις τίποτα από τα βάσανά μας, από τα μαρτύρια μας, από τη μοναξιά μας, από τις θερήσεις μας.Σκεφτόμουν και έλεγα γιατί γινόταν αυτό το πράγμα.Πρώτα απ' όλα γιατί δεν μου αρέσουν αυτά τα πολύ νατουραλιστικά, τα οποία υποδηλούν ακριβώς ορισμένα αισθήματα.Ένιωθα την ανάγκη να την παραθέσω κάτι που είναι ωραίο, κάτι που είναι ζωντανό, κάτι που είναι δυναμικό.Την ομορφιά και τον έρωτα, που είναι οι μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής.Και έτσι δεν επέτρεπα ούτε στον εαυτό μου, ούτε στους άλλους που έβλεπαν αυτά μου τα πονήματα,να νιώσουν ότι έχουν αποστερηθεί της ζωής, ότι έχει χαθεί η ομορφιά, ότι έχουν χαθεί οι αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης.Και πραγματικά έβλεπα ότι είχε μια επίδραση αυτό το πράγμα.Όσο δε για μένα, σαν να ήμουν ερωτευμένος με τις πέτρες.Και αυτή ακριβώς η αντιπαράθεση των γυμνών σωμάτων, γιατί όπως ξέρουμε το σώμα είναι η έδρα και της ψυχής και του πνεύματος.Και η πρωταρχική σημασία είναι ακριβώς το ανθρώπινο σώμα.Αυτό το αντιπαρέθεσα σε όλες τις θεαρήσεις, σε όλη τη βία.Σε όλα τα μαρτύρια.Και νομίζω πως ήταν η πιο απλή και η πιο σωστή νίκη.Αυτά οι μερολόγια εξορίες.Ένα καράβι φεύγει, άλλο έρχεται.Ένας άνθρωπος έρχεται, άλλος φεύγει.Πού τελειώνει επιτέλους ο θάνατος.Η στάχτη σκεπάζει τη φωτιά.Η σημαία σκεπάζει τον σκοτωμένο.Αυτός που νίκησε, αυτός που νικήθηκε, κάτω απ' τη σημαία ή χωρίς τη σημαία, πεθαμένος.Ποτέ δε θα μάθεις αν μετάνιωσες.Πώς όμως να μιλήσεις για τα άλλα, τα μεγάλα, τα σκληρά, τα κατάπληκτα.Μακρόνισσος, γιάρος, ακροναυπλία.Ο κολοκοτρώνης στο σκοτώμα.Ο σκοτεινός μπουντρούμι του Παλαμιδιού.Κατοχή δεκεμβριανά, εμφύλιος.21 του Απρίλη, τάγκς.Τάγκς, τάγκς, εισφά, τατάκης γέμελος, Μπελογιάννης, Πουμπίδης, Άρης, Λαμπράκης.Και δικιά μας η Λέκτρα.Όχι εκείνη του Σοφοκλή.Αυτή την ξαναπήρε κάποιος ποιητής, λέει, στο νεκρό σπίτι, στο κάτω απ' το νήσιο του βουνού, στη Χρυσόθεμη και σε άλλα.Ή την Αντιγόνη και τη Ρυσμίνη.Όχι.Τη δικιά μας η Λέκτρα, λέω.Με το καμένο σώμα, τα καμένα μαλλιά.Μάρτυρες και ήρωες.Αυτά υπόθηκαν απ' τους ίδιους.Μόνα τους.Μια ίδια πάντα.Χωρίς λόγια.Κι άμα μιλάς γι' αυτά, είναι σαν να χώνεις και τη δική σου ρίτσα μέσακι ο τόνος της φωνής σου έχει κάτι από σφετερισμό και κομβασμό.Ιδίως για εκείνους που δεν έχουν πάει ποτέ τους φυλακοί και ποτέ τους δεν εξελέστηκαν.Κάτι το ανάρμοστα διδακτικό.Ποιος είσαι η αφεντιά σου.Και δεν θέλεις να πεις ποιος είσαι.Γιατί τότε θα μοιάζεσαι ακόμα πιο κομπαστικός.Κάτι τέλος πάντων σαν ιστερόβουλη προπαγάνδα.******