Γυρίζομαι στο σπίτι μόνος μου
η γέρι μου δεν είναι εδώ
τριγύρω όλα τα πράγματα
τα ξέρω από παιδί
ανοίγω το συρτάρι
κάτι ψευτό κοσμήματα
της μάνας μου
κι ο νοίχοκόπτης ο παλιός του πατέρα μου είναι εκεί
πηγαίνω στο σαλόνι
πολλά σε άλλες εποχές σταματημένα
μετράει ανάποδα ο καιρός
πάνω σε κάτι γυαλικά
που σπάζουν ένα ένα
Είναι πολύ σκληρό
να θα δεις
τα ξύλινα
σπαθιά σου
και ξαφνικά να μεγαλώνεις
με
χιλιάδιο γιατί
μες στη καρδιά σου
μες στη καρδιά σου
ταξιδεύοντας σε κρίζες θάλασσες
με λίγα φωτεινά
διαλύματα πρωσιάς
άκουσα το τραγούδι ως το τέλος
κι ο θάνατος γελούσε με λίγους
Γυρίζομαι στο σπίτι μόνος μου
η γέρι μου δεν είναι εδώ
ανοίγω τη τουλάπα
και μέσα στο καθρέφτη
βλέπω ένα παιδί
να μου γελάει και να μου λέει
εμένα με έχουν βάλει τη μουρία
όμως κάθε φορά που θέλεις να έρχεσαι από εδώ
απ' το γυαλί να μπαίνω βγαίνεις
και εμένα δεν με βλέπουνε
κι όταν σου λέω πορτοκάλι τρεις φορές
να βγαίνεις
γυρίζομαι στο σπίτι μόνος μου