Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό,
για όσους πολέμησαν
κι αντέχουν ακόμη.
Θα πρέπε να το είχα γράψει
από καιρό,
γι' αυτό και πρώτα
ταπεινά ζητώ συγγνώμη.
Σ' ένα ιατρείο μικρό της γειτονιάς
πήγα να βγάλω κάτι ακτινογραφίες
κι είδα ανθρώπους μιας παλιότερης γενιάς
που περιμέναν του γιατρού τις οδηγίες.
Είχε ησυχία λες και μπήκα σε ιερό
κι είχαν όλοι
του πατέρα μου τα χρόνια.
Ο γέρος μου έχει πια πεθάνει από καιρό,
μα είχε προλάβει να χαρεί τρία εγγόνια.
Με τρόπο έριξαν
μια γρήγορη ματιά.
Τέτοιο κατάντημα δεν είχα δει ποτέ μου.
Κι όλα αυτά
τα ξεχασμένα γυρατιά.
Θα είναι σκέφτηκα ανάπηρη η πολέμου.
Ο ένας είχε
τον απόδει του λυψό,
άλλος το χέρι του δεμένο και πονούσε.
Ο τρίτος φόραγε κολάρο στο λαιμό
κι ένας άλλος
την κυρά του κουβαλούσε.
Ωραία!
Ο νους μου πήγε στον πατέρα μου ξανά.
Τότε που μου έλεγε
τα βράδια ιστορίες.
Σαν να είναι τώρα.
Τον θυμάμαι ένα πονά.
Μου μιλάει για νεκρούς και τραυματίες.
Κι όλοι αυτοί για τη δική μου λευτεριά.
Έζησαν χρόνια κατοχής και τυραννίας.
Ήταν κορίτσια και αμούστακα παιδιά.
Και πολεμούσαν στα βουνά της Αλβανίας.
Μου είχαν χαρίσει μια ελεύθερη ζωή.
Κι ό,τι κι αν ήμουν σε εκείνους το χρωστούσα.
Κι ήτανε μες στα γυρατιά τους τόσο απλοί.
Ούτε παράσιμα φορούσαν
ούτε λούσαν.
Πρόσωπα τίμια
χωρίς εγωισμό.
Κι αν μες στον πόλεμο τα πάντα είχαν χάσει.
Όλα όσα τράβηξαν
θα τα είχαν ξεχάσει.
Ένιωσα ξάφνου
μια τεράστια ντροπή.
Έσκυψα κάτω
και είχα χάσει τη μιλιά μου.
Μου ήρθανε δάκρυα
και κρατήθηκα πολύ.
Κι ευτυχώς
που είχα μαζί μου
τα γυαλιά μου.
Ένα τραγούδι θα σας πω
σαν το νερό.
Για όσους πολέμησαν
και πολεμούν ακόμη.
Θα έπρεπε
να το είχα γράψει από καιρό.
Για
αυτό και πάλι
ταπεινά
ζητώ συγγνώμη.