Οι νύχτες πια του κρύβουνε,
του κρύβουνε το φύλλο τους,
γυμναζούνε στον κόρφο του,
ταΐζουνε τον ψύλο τους,
του κρύβουνε το φύλλο τους.
Τις μέρες καταπίνουνε τον ήλιο με το ζήλο τους,
και σαν θεές του παίρνουν και του δίνουνε το μήλο τους,
του δίνουνε
το μήλο τους.
Καημέ,
πάλι,
καημέ πάλι,
δεν τον ήθελε το ζάρι,
με θάη μόνος του με σόδα και καμπάρι,
για μια Ελένη που του έψισε το ψάρι.
Πόχιζε η δάκρυα του καλλιού του το χορτάρι,
δεν ζει μόνο τέρμα τον πόνο και σχοράρι,
καημέ,
πάλι.
Το έπος που επινόησε ξεπέρναγε τη φύση του,
τη άδοξα οδεύει προς τη λύση του, ξεπέρναγε
τη φύση του.
Οι παντρεμμένες πάντα ήταν,
αυτές ήταν η κλίση του,
η μοναξιά τους θόλωνε,
του θόλωνε την κρίση του,
του θόλωνε την κρίση του.
Καημέ, πάλι,
καημέ, πάλι,
δεν τον ήθελε το ζάρι,
πίνει ως το τέλος το φικρό του το καμπάρι,
για μια Ελένη το ποτάμι θα τον πάρει.
Ποτίζει η δάκρυα του καλλιού του το χορτάρι,
δεν ζει μόνο τέρμα τον πόνο και σχοράρι,
καημέ,
πάλι.
Καημέ, πάλι,
καημέ, πάλι, δεν τον ήθελε το ζάρι,
παίρνει ανάποδες αν βλέπει το φεγγάρι,
στην ηλιά μπάλα και στα σύννεφα σου τάρι,
για μια Ελένη που του έψησε το ψάρι,
δεν θα σαλτάρει,
δεν της κάνει αυτή τη χάρη,
καημέ,
πάλι.