Και όπως παίρνω στροφές, μεθυσμένος στο χθες,
Μ' έχει αφήσει μίσο.
Το ειδωλό μου στο τζάμ,
Όταν βγαίνω το βράδυ, το βλέπω θόλο.
Λες οι φταίες μου πόνο,
Λες οι μεγάλες έτσι,
Γι' αυτό σε μίσω.
Θέλω να μ' αλλογω,
θέλω να μ' αλλογω.
Οι φίλοι μου μου το παν να προσέχω,
Κι εγώ δεν τους πήρα στα σοβαρά.
Τρέχω, τρέχω όλη μέρα για δουλειά,
Γεμίζω το κεφάλι μου, δεν σκέφτομαι πολλά.
Δεν ξέρω καν τι μ' αρέσει πια, κι είμαι ηρεμή.
Η μέρα μου γεμίζει με σκοτάδι,
Μα αν είμαι ζωντανός Κυριακή,
Δεν πειράζει που δεν πέτυχα και τίποτα πάλι.
Ένα τρένο στην Αθήνα πήρα,
πήγα κι ήρθα,
Πώς κατάει,
κάνε κρύο καλοκαίρι.
Σ' ένα σπίτι στο Μαρούσι είδα φως και μπήκα,
Πώς με έκαναν έγκα,
αλλά κανείς δεν ξέρει.
Δεν έχω βενζίνη,
δεν έχω λεφτά,
Ο δρόμος στενεύει,
τα φώτα σβήστα.
Οι γειτονιά θυμάται,
μ' αγαπά,
μ' αγαπά,
Κι εκείνη τρίγυρνα,
είμαι έναν άλλον συχνά.
Αγάπη μου, σε τα πόδια σου πάει,
Να στολίζεις το χέρι σου με σημαυά.
Από μικρός ήμουν μια έτσι,
μια αλλιώς,
Μ' αγαπούσανε πολλοί,
γιατί πίστευα στο για πάντα.
Κι όπως παίρνω στροφές,
μεθυσμένος στο χθες,
Με έχει αφήσει μίσο.
Το ειδωλό μου στο τζάμι,
όταν βγαίνω το βράδυ,
Το βλέπω θόλο.
Εσύ φταίς που πονώ,
εσύ με έκανες έτσι,
Γι' αυτό σε μίσω.
Δεν θέλω να μαλώ εγώ,
δεν θέλω να μαλώ εγώ.
Κι όσο δεζόμαι στο μυαλό μου, όλα πάνε καλά,
Μα όταν χτυπάν' την πόρτα οι σκέψεις,
ποιος δεν τους απάντα.
Σωρή που χάνομαι, μα είναι πολλά τελικά,
Όσα με πνίγουν και με κάνουν να τη δρώνω.
Δεν βρήκα τάπλα.
Κι όσο δεζόμαι στο μυαλό μου, όλα πάνε καλά,
Μα όταν χτυπάν' την πόρτα οι σκέψεις,
ποιος δεν τους απάντα.
Σωρή που χάνομαι, μα είναι πολλά τελικά,
Όσα με πνίγουν και με κάνουν να τη δρώνω.
Δεν ήξερα πως θα ήταν έτσι, αυτό που κυνηγάμε,
Δώσα τρόφι για σκέψη, αυτή πλέσαν να με φάνε.
Γύρισα τη χώρα, μα δεν βρήκα που πάμε,
Τον ύπνο του δικαίου οι ενοχές μου ξυπνάνε.
Πάμε να πιήσουμε για μάγια.
Πηγαίνε πάρ' τόσο, είσαι εδώ ακόμα μαγκά,
Όλοι αυτοί η καύλα δε θα'ν' εδώ σε δυο χρόνια μαγκά.
Αφήνα σαλονίκι για τον Ίκη,
πριν τον νιώσεις θα'χει φύγει,
Μη μου πεις ότι δε στόπα μαγκά.
Έχουμε αλλάξει τόσο γύρω μου τα ίδια,
Η τέχνη δεν είναι τέχνη αν γίνει συνήθεια.
Αν στερέψω στο χαπί,
σε σένα θα γυρίσω,
Δε με καταλάβαν ποτέ,
όπως και να μιλήσω.
Και το ξέρω πως αρκεί το να με πίσω,
για να γίνει αν το θέλω,
Μα έχω στερέψει από σθένος και ένα θαύμα περιμένω.
Δε με νοιάζει αν είναι μισοάθιο ή μισογεμάτο το ποτήρι,
γιατί ήταν πάντα σπασμένο.
Είμαι μικρός για να ξέρω ακόμα ποιος είμαι ακριβώς,
Με με μεγάλως για να είμαι ακόμα χαμένος εντελώς.
Ο σκοπός απλώς πεθαίνει και γερνάμε,
δεν υπάρχει άνεμος ευνοϊκός για όσους δεν ξέρουνε που πάνε.
Και όπως παίρνω στροφές,
μεθυσμένος στο χθες,
με έχει αφήσει μίσο.
Το ειδωλό μου στο τζάμι,
όταν βγαίνω το βράδυ το βλέπω θόλο.
Εσύ φταίς που πονώ,
εσύ με έκανες έτσι,
γι' αυτό σε μίσω.
Δε θέλω να μαλώ εγώ,
δε θέλω να μαλώ εγώ.
Ως όδε ζω μες στο μυαλό μου όλα πάνε καλά,
μα όταν χτυπάν' την πόρτα οι σκέψεις ποιος δεν τούσα πάντα.
Σωρή που χάνομαι, μα είναι πολλά τελικά,
όσα με πνίγουν και με κάνουν να τη δρω νευρικά.
Ως όδε ζω μες στο μυαλό μου όλα πάνε καλά,
μα όταν χτυπάν' την πόρτα οι σκέψεις ποιος δεν τούσα πάντα.
Σωρή που χάνομαι, μα είναι πολλά τελικά,
όσα με πνίγουν και με κάνουν να τη δρω νευρικά.