Μηνύστρο και αρμόδιο, δεν μόρισε κανένας.
Μόνο ένα χρέος μόρισε να ζω και να παλεύω,
σε έναν αγώνα που πονά, που σε ματώνει.
Μα αυτό είναι ο αγώνας,
κι αυτό είναι το χρέος μου, Χριστέ μου το μεγάλο.
Πρέπει το γένος του το δώ να λυτρωθεί, δεν το μπορεί.
Δεν το σηκώνει η γη όπου περπάτησε ο Σοφοκλής,
ο Περικλής και ο Σοκράτης.
Πάνω της να βαστάς την ίδια τη ζηγιά,
μη να ρε μαζί και παρθενώνα.
Και δεν μπορεί, δεν γίνεται,
το φως της λευτεριάς που μου μαθεοπλάτωνας,
να το σκιάζει μια ημισέλινος.
Στις δυο γενιές κι ακόμα μία,
σ' αυτήν του κόσμου τη γωνιά που δε γνωρίζει απ' ανεμιά θα περιμένω.
Κι εσύ του ήλιου αδερφός,
θα με βαφτίσεις μες το φως,
μαζί με το όνειρο που ζει μαρμαρωμένος.
Διπλή λαμπρή και Πασχαλιά,
που θα μου φέρουν λευτεριά.
Τα συναξάρια τα παλιά κρατούν για μένα.
Κι εσύ από εσένα,
το χώμα και νερό,
θα γίνει στόμα καθαρό.
Μια τσαμπαστά σου του καιρού,
θα με βρω μένα.
Απ' της ψυχής σου το θρονί,
της ψυχής σου το θρονί,
θα μου μιλάς για υπομονή
και για την άνοιξη που αντέχει στο χειμώνι.
της ψυχής σου το θρονί.
Και παραπέρα όχα φιέρω,
με πόνι ρομποσί,
με γρόσια λύρες και γητιές,
θα σου σταυρώνει τη ζωή και τον αιώνα.
Διπλή λαμπρή και Πασχαλιά,
που θα μου φέρουν λευτεριά.
Τα συναξάρια τα παλιά κρατούν για μένα.
Κι εσύ από χώμα και νερά,
θα γίνεις τόμα καθαρό,
να ξαποστά σου του καιρού,
θα με βρω μένα.
Να ξαποστά σου του καιρού,
θα με βρω μένα.
Να ξαποστά σου του καιρού,
να ξαποστά σου του καιρού.