Lời đăng bởi: 86_15635588878_1671185229650
Και στις έξι το πρωί χτύπησε η πόρτα, μπήκανε απ' την ασφάλεια.Λέει, κύριε Ρίτσο, ελάτε στο τμήμα.Πολλοί μας πήγαν στον υπόδρομο κάτω, σε μια ατμόσφαιρα ασφυκτική,στο κτίριο, κάθε δέκα λεπτά έρχονταν, για έπιαναν κάποιον,τον χτυπούσαν και τον γύριζαν με λανό, τον απειλούσαν.Ήταν τρομερές εκείνες οι συνθήκες.Και δεν ξέραμε για πού μας προορίζουν,αν θα μας εκτελέσουν, αν θα μας πάνε, σε ποιο μέρος, δεν ξέραμε.Και ξαφνικά μια νύχτα, στις δύο η ώρα,έρχονταν τα μεγάλα φορτηγάκια, μας φορτώσαν,και μας έστειλαν στη Γιάρο.Προς το Σάββατο.Ακούστηκε βαθιά φωνή, στη βαθύτερη νύχτα.Ύστερα πέρασαν τελικά.Ήστερα ξημέρωσε.Ύστερα ακούστηκε ξανά η φωνή, πιο κοντινή, πιο μέσα.Ο τείχος ήταν άσπρος.Το ψωμί κόκκινο.Η σκάλα στεκόταν κάθετη, σχεδόν στο παλιό φανοστάτη.Η γριά μάζευε στη χαρτοσακούλα, μία-μία, τις μαύρες πέτρες.Τμήμα με τα όγκο.Ο γόν πυραιός.Μισή κουβέρτα κάτω, μισή επάνω.Πυρετός.Τσιμέντο.Η γρασία.Τα υδρωμένα μαλλιά.Οι επιγραφές τους τείχους, χαραγμένες με τον ήχη.Ονόματα, χρονολογίες, μικρές υποθήκες.Εκείνος ο ίδιος εφιάλτης, με το ίδιο κλευτοφάναλο,με το ίδιο κλευτοφάναλο,πες, απόψε, απόψε, το χάραμα, αύριο.Ποιος θα μείνει να μας μνημονέψει,σαν θα ακουστεί το κλειδί στην κλειδαριάκαι η μεγάλη αλυσίδα θα σέρνεται στο απέραντο άσπρο,όπου, σε ένα σημείο, προς το πλάι,καπνίζει ακόμη μόνο του το τελευταίο μας πεταμένο τσιγάρο.Τα στοιχειώδη.Αδέξια, με χοντρή βελώνα, με χοντρή κλωστή,ράβει τα κομπιά του σακακιού του.Μιλάει μονάχος.Έφαγες το ψωμί σου.Κοιμήθηκες ήσυχα.Μπόρεσες να μιλήσεις, να απλώσεις το χέρι σου.Θυμήθηκες να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.Χαμογέλασες στο χτίο σου.Το τίπημα της πόρτας.Αν είναι ο θάνατος πάντοτε, δεύτερος είναι.Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.Λοιπόν στο λέω.Ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ' τους εκβεταλευτές του.Πιο πλούσιος απ' τους απελπισμένους του,και μαζί τουςλοιπόνη ζωή δεν είναι απάτηλοιπόνδεν είναι μόνοο θάνατοςδώσε και πάρε τη λέξηδώσε και πάρετην πράξηθα πάρουμε το μερτικό μας και το δίκιο μαςμε λόγο και με πράξηυπάρχει το υπάρχωυπάρχει συνέχειαστα χαρτιά τζάμια των καταστημάτωνείδα τα αγάλματαολάκαιρη στρατιάκατέβαιναν στην διαδήλωσηείδα μαζί και τους άλλουςπου δεν ήταν αγάλματακρατούσαν μεγάλα πλακάτ με συνθήματασωμίελευθερίαέρωταςκρατούσαν σημαίεςκαι μικρότερα αγάλματαφαινόταν καθαρτισμένοιπάνω στις βιτρίνεςη λευκή παρέλασηκαι μέσαστις βιτρίνεςτα κόκκινα μαγιώταψαροντουφεκάοι γυάλινες μάσικεςτα γαλάζια βαθρακοπέδιλαήταν ωραία αυτή η αντιστοιχείαήταν ωραίο που την προσέξαμεγεννόταν το νερόκυλούσεμεγάλωνε η ρευστότηταεπιταχυνότανκι άξαφναη πρώτη ντουφεκιάη αντίστροφηη δεύτερηη τρίτηδεν στάθηκανσυνέχειαπορείαείναι κρύτα παιδιάξεχθένιστες γυναίκεςοι δασίτριχοι άντρεςακούστηκανπου φώναζαντι κόσμοςθεέ μουτι απέραντος ο κόσμοςκι ο ένας σήκωσε ψηλάτον βιοήκι ο δεύτερος τάδιο κλουβίνα το φιλτζάνιτις φέργες και τις δυο ντούφεςβαμπάκικι ο τρίτος σήκωσε με τόνα του χέριαπ' τόνα πότη την καρέκλαεπάνω στην καρέκλα ήταν ένα τεράστιο γάνθηποιημακίαςκρατώντας τα ίδια τρία λουλούδιακαι τότετρέχοντας εγώ φώναξαΚΡΑΚΑΝΤΑκαι άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξανΚΡΑΚΑΝΤΑκαι αντίλαγε από τους λόγους απέναντικαθώς ανεβαίναμε φώναξανΚΡΑΚΑΝΤΑκαι ΚΑΚΑΝΤΑκαι ΚΡΑΚΑΝΤΑκαι ΚΡΑΚΑΝΤΑΚΡΑΚΑΝΤΑκαι ήταν αλήθειαΚΡΑΚΑΝΤΑ