Και πάψε νύξε φάντωση και πέρασε η ώρα
και καθενή στο σπίτι του επήγε εκεί στη χώρα
κι ο ριγασβάνι λογισμό πολλά βαριά τον πιάνει
ήτανε κι ο τραγούδις της τη νύχτας δεν φάνη
και με άλλον τρόπο βάλθηκε ποιος είναι να κατέχει
κι ώστε να μάθει και να ειδεί μεγάλη νέγνιαν έχει
και πιάνει μια αναργατεινή δέκα από την αυλή του
οπέ πλερώνονταν καλά να βλέπουν το κορμί του
λέγει τους πιάστε τα αρματα χωστά και μη μιλείτε
κι άμετε σε παραχωστό κρουφά και φυλαχτείτε
κι αν έρθει αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
κίνουν και πάση το ζημιό κι οι δέκα αρματωμένοι
καθένα στο ρωτό κρυτό είστε και κι ανημένοι
κι εις ορατές το ρωτό κρυτό
πάνω λίγου τσικίνο που σαν τέχος μένει
θόρουνε με ένα σύντροφο αξάφνου και προβαίνει
κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλύκο ζαχαρένιο
και χτύπαε το λαγούτο του σαν το είχε μαθημένο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε εκείνα τα ξένα μάτια
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο
γλίγορα φέρετε τον νέη στο παλάτι ετούτο