Μικρός ήμους τα πέλαγα,
τρεχάκι ολογελάγα,
γόργονες με τάντεβανε και φυκιά με φιλεφάνε.
Ψαράς που παράθυλαγε,
κοίταγε και δε μιλάγε,
στην πρώτη αφήρημα δάμου,
πάει λευτέργια η ρήμα δάμου.
Πάλι καλά που
βρεθεί και γυναίκα και ροδεύτηκε,
τα μούτρα και την τρελά σου,
το δεκαστίφανε λασπού.
Μεγάλωσα σοφαρέψα και ενός τους γύρω αρέσα,
εγώ εμπορεύομουνα τη ριάφωτη λαρίσα.
Καιρό λοιπόν με το καιρό,
γίνει καψόνιο πιο καιρό,
και βγάζω στα τραγουδιά μου τη λόξα τη καινούρια μου.
Πάλι καλά που βρεθεί και γυναίκα και ροδεύτηκε,
τα μούτρα και την τρελά σου,
το δεκαστίφανε λασπού.