Πάνω στα αργύρω σκάνη, θρόνιασμένη,
μια στα μαύρα κι όλο πλέκη, σιωπήλη,
με χρυσά φίδιο λαϊτάνια.
Πέρασε του Ρήγα ο γιος και του βασιλειός τα γόνι,
διόλευουσα από μπρος και την πέρδικα σιγώνη.
Πλέγε τα κέκρος,
ένετα,
δώδεκα λόγιο γκάνετα,
σε κανέναν μη τα δώσεις κι ύστερα το μετανιώσεις.
Δώσ' μου τα για χιλιά γρόσα κι άμα θέλεις κι άλλα τόσα,
δώσ' μου τα να σε θυμάμαι τις βράχες που δεν κοιμάμαι.
Τι θα δίν' αυτά με γρόσα,
με κατώ και με διακόσα,
μας τα δίνω αν ορίσεις ποιο σημα και πού θυμησείς.