25 ολόκληρα χρόνια είχαν άρθω στη Μονοβασκιά.
Όταν ήρθα την πρώτη φορά, ένιωθα να έρχονται πίσω μου όλοι οι νεκροί μου.
Ένιωθα κάπως πικραμένος και ένιωθα σαν κάπως αφιλόξενο τον τόπο μου.
Κι όμως, λίγο λίγο, δεν τους είδα πια νεκρούς και συμφιλιώθηκα μαζί τους.
Όχι με το θάνατο, με τους νεκρούς συμφιλιώθηκα.
Και ένιωσα την ανάγκη να τους δώσω μια θέση μέσα στην ποίηση.
Και από τον καιρό που κατάφερα όσο κατάφερα να τους δώσω μια θέση μέσα στην ποίηση,
τους ένιωσα ολοζώντανους και αναστημένους.
Οι νεκροί, τους βρήκαμε ξανά κάτω από το βράχο, μέσα στο βράχο.
Η σιωπή τους, όχι θυμός που τους ξεχάσαμε, όχι, διόλου μα διόλου θυμός που μας έχουν ξεχάσει κι εκείνοι.
Η σιωπή τους τώρα είναι η φωνή τους, τίποτα δεν έχουν να αναγγείλουν.
Βουβή συνεννόηση με τις φραγκοσικές μέσα στα ερήπια, βουβές συναντήσεις αντίκριστη θάλασσα ή μέσα στο φεγγάρι.
Δεν είναι ανάγκη πια να κρύψουν ή να αφανερώσουν τα χαρτιά τους, μες στην απέραντη διάβοια του πουθενά ή του τίποτα.
*