Της γειτόνιας ο κόκορας περνιότανε κι αμάν κας
μα τώρα τον κατάλαβαν πως ήταν ματσαράγκα.
Γιατί τα κάνε όλα ρόιδο και αποδείχθηκε το ρόιδο.
Ε νόμιζε πως ήτανε σουτάνος με χαρέμι
και κάθε κοντά ήθελε μπροστά του να τον βρέθει.
Και στις γειτόνιες γυρνούσε και με ποζάκια λαγούσε.
Μα μια μικρή που ήτανε στον έρωτα βασκά
Τώρα του φύγε η μαγιά του και του πέσανε τα φτερά του.
και του πέσανε τα φτερά του τώρα του φύγε η μαγιά του.