Εδώ ήταν το δημοτικό μας σχολείο.
Εδώ φοιτήσα από τεσσάρων χρονών.
Με έφαρνε η παραμάνα μου, γιατί από εκεί μιόμουνα στο μάθημα,
και με πάρουνε αγκαλιά και με γύριζαν στο σπίτι.
Και αυτό επειδή η αδερφή μου ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη
και η μητέρα μου επειδή ήμουν το σταρνογένικο, το πώς το λέμε, σταρνοβίζει,
ήθελε, σαν και καλά, να πάω μαζί με την αδερφή μου, τη Λούλα.
Η Λούλα ήταν άριστη μαθήτρια.
Εγώ δεν πήγαινα πολύ καλά με τα γράμματα.
Προτιμούσα να παίζω με τους χαρταϊτούς, με τους βόλους, με τροπόλεμο.
Και προτιμούσα να ζωγραφίζω όλα με τα θετράδια, τα μαθητικά.
Αντί για μαθηματικές πράξεις, δηλαδή της πρακτικής αριθμητικής,
ήταν γεμάτα ζωγραφιές.
Είχα ιδιαίτερη μανία στα λουλούδια, στα πουλιά, στις κότες,
στους ήλιους, στα σπιτάκια.
Έφταχναν λοιπόν παπαρούνες, μαργαρίτες, σβήνοντας στους αριθμούς.
Σαν να είχα μια μανία.
Εδώ λοιπόν σε τούτο εδώ το σχολείο, που κάποτε με βάζανε και τιμωρία,
έτσι ορθοστασία στη γωνιά,
και η αδερφή μου η Λούλα έκλαιγε,
και επειδή ήταν πολύ καλή μαθήτρια, την αγαπούσαν,
και έλεγε αφήστε τον αδερφούλη μου,
κατά κάποιο τρόπο τα κατάφεραν να μ' αφήνουνε.
Εμένα μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος, δεν ξέρω, ήταν κάτι ξεχωριστό αυτό.
Ούτε αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα.
Ένας άνθρωπος που αριστεύει στα πάντα θα πει ότι δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κλίση,
δεν έχει μια προτίμηση, δεν έχει κάνει μια επιλογή.
Κι έτσι εγώ ψευτομουρμούριζα κανένα τραγουδάκι που μ' άρεσε, ζωγράφιζα,
και κάποτε τραβούσα και την εφημερίδα του δασκάλου μου και δεν τον άφηνα διαβάσει.
Ε βέβαια τα πλήρωνα όλα αυτά τα πράγματα, αλλά τα πάντα πληρώνει κανένας στη ζωή.
Και πληρώνοντας με κάποιες τιμωρίες κερδίζει πάρα πολλά πράγματα.
Νομίζω ένας άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι θα πει παραβίαση μιας απαγόρευσης.
Και επειδή η ζωή είναι γεμάτη απαγορεύσεις έμαθα να δουλεύω την ποίηση ξεπερνώντας όλες αυτές τις απαγορεύσεις.
Γι' αυτό και η τέχνη μου όπως πολλοί το ομολόγησαν δεν άκουσε ποτέ κανένα μη.
Έτσι λοιπόν από μικρό παιδί έμαθα να χαίρομαι και τις τιμωρίες μου.
Έμαθα ακόμη να χαίρομαι ότι κάποτε με βάζανε στη γωνιά.
Για να είμαι λοιπόν στη γωνιά.
Θα πει ότι κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε με εμένα.
Και κάπως μυσικακώντας στην αρχή έβαλα όλους εκείνους που με τιμωρούσαν και εγώ με τη σειρά μου στη γωνιά.
Με τιμώρησαν και άλλοι πολύ ύστερα, πολύ μεγάλοι αλλά εγώ με την πίστη μου τις έβαλα πάλι στη γωνιά.
Και από όλα αυτά τα πράγματα κέρδισα αυτή τη χαρά να τις ξεπερνάω.
Και μάλιστα από αυτές να αντλώ.
Δυνάμεις αντίστασης προς κάθε άδικη απαγόρευση και επομένως προς κάθε αδικία.
Έτοιμη λάμπη η πολύχρωμη και έμψυχη εικόν
Και την κραμάω στις Ελλάδας το μουχλιοντουβάρι
Στιμή οποία την προσφέρω αφελών κριτικών
Να κοιταχτούν σιωπηλοί και οι κουτοί και οι βαρβάροι
Μια κοινωνία που σάπησε στον ξεπεσμό
Και που βρωμάει το λεπρό της κορμής σαν ζωφήμη
Θα με ηδεί εχθρό μα το στήθος μου εγώ θα κοσμώ
Με τις βρισχές της επένους τη μούτζα της φήμη
Οι ποντικοί που κοιμούνται στο φως νηστικοί
Θα ξεμητήσουν γυαλία καθώς θα μου χρώνει
Μα είναι από μέταλλο ο στίχος μου
Λάμψει και αλκεί και σπούν τα δόντια τους πάνω του ακόμα και οι χρόνοι
*