Ανοίξε την πόρτα και βγήκε στο φως
και τον κόσμο μοναχό σκητούσε
χαριά την το έλεγε και ονειρευόταν σ' αυτό.
Μέλα μαρίνες είχε φτιάξει ο φτωχός
μια παράγκια και σ' αυτή η χρόνια ζούσε
κι ας πέρναγε απ' το κατώπι
το κορμί του σκυφτό.
Με ένα ποδάρι μέσα σ' αυτό το καιρό
ούτε βόλτα δε μπορείς να τα φέρεις
πρωί μεσημέρι και βράδυ τους ίδιους καημούς.
Μέσ' τα σκουπίδια ως το λαιμό
χωμένος ο δυστυχώς λευτέρης
σχαλίζοντας έψαχνε να βρει μικρούς τη σαυρούτ.
Άνοιξαν την πόρτα και τον βγάλαν στο φως
δυο-τρεις που τον πήραν να πάρει
και τον ακουμπήσαν στερνή στο χαλιά τη φωνά.
Του ρίξαν τη χλένη που είχε αφήσει ο
στρατός πως σαράντα στον Α' του γραμμάρει
και κλείνοντας του τα μάτια του δώσαν φτερά.