Lời đăng bởi: 86_15635588878_1671185229650
Να που βρίσκομαι ξανά, στον πατρικό μου σπίτι.
Αυτό το σπίτι, έρημο τώρα.
Χαλασμένα τα καθίσματα, όπως οι πολυθρόνες της ονάτας του σελινόφωτος.
Κι όμως, σαν μια καινούρια ζωή, αρχίζει να κυκλοφορεί
μέσα σ' αυτές τις αόρατες φλεύρες του άδειου σπιτιού.
Κι οι νεκροί που έφυγαν, η μάνα μου, ο πατέρας μου,
ο μεγάλος αδελφός μου, η μεγάλη αδελφή μου,
όλοι σαν ανεολογήρα, όλοι παρόντες, όλοι δικοί μου.
Και αναρωτιέμαι, μάραγε, είναι αλήθεια, είναι μια πραγματική ιστορία,
υπάρχει δυνατότητα, μέσω της τέχνης, να ξαναγυρίσουν πίσω στη ζωή,
άνθρωποι, σπίτια, τοπία, θάλασσες, τραγούδια, αιώνες.
Ναι, μια μυστική βεβαιότητα το επικυρώνει.
Δεν ξέρω πώς.
Ίσως είναι η ίδια η λειτουργία.
Η λειτουργία της φύσης, μαζί με τη λειτουργία του πνεύματος.
Και πάνω απ' όλα, η σύνδεση των αισθήσεων και των γνώσεων,
που μας δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα διάρκειας, αθανασίας, αιωνιότητας.
Κάποτε αναρωτιέμαι.
Είναι πραγματικότητα ή μήπως αυτή ακριβώς είναι η αληθινή πραγματικότητα
που τη ζήσαμε όχι μονάχα μέσα στη ζωή, αλλά και μέσα στα όνειρα,
μέσα στη φαντασία και μέσα στην πράξη της τέχνης.
Και με την πράξη αυτής ακριβώς της τέχνης, η πραγματικότητα αυτή έγινε μια πραγματική,
πρώτη και μοναδική πραγματικότητα.
Έτσι λοιπόν, αγαπημένο μου παλιό σπίτι, είσαι αναστημένο, ξαναζωντανεμένο, μέσα στην πίεση.
Και όλοι οι απώντες είναι πάντοτε παρόντες.
Και ολόκληρο το τοπίο που πολλές φορές χτυπήθηκε, πολιορκήθηκε, γκρεμίστηκε, τσακίστηκε,
και πάλι ολοζώντανο, ολοδύναμο, στέκει ξανά μέσα στην τέχνη σαν ένα ορόσημο αυτής της καθολικής πραγματικότητας.
Ακούω ξανά το μακρινό τραγούδι της θάλασσας. Αυτό δεν σταμάτησε ποτέ.
Η αιώνια κίνηση, η αιώνια τέχνη,
η αιώνια μουσική, όλα αυτά ακίνητα,
ακίνητα για πάντα μέσα στον νόμο της αιώνιας κίνησης.
Αν δελφοί μου, μόναχα εσύ μου απόμενες να κουμπώ στην καρδιά σου και να ακούω το σφιγμό των ανθρώπων.
Κάτω απ' τους θόλους των ματιών σου ταξίδευε η ζωή μου.
Ερχόσουν ελαφρύ και στοργικοί τα βράδια που σκυφτός και αμίλητος έγραφας τοίχους οργισμένους
για τους ασώπαστους πολέμους του φωτός και του ελεύθερου.
Την παρουσία σου μάντευα πίσω απ' τη νύχτα.
Το αγιό κλίμα των τρυφερών ωρών γέμιζε την τεφρή μου στέγη μόλις ακούγονταν το βήμα σου.
Χαμογελούσες και έμπαινε ακέρδιος ο ουρανός μέσα στο σπίτι μας.
Λαυκές σαν τάβγες κοιμάτιζαν στους τοίχους και η ανάμιση της εξοχής φλίζβιζε στην αφή μου
όταν γερνούσα λυγισμένος απ' τις νυχτερνές περιπτώσεις.
Κι απ' την περήφανη πικρία της μόνωσης έβρισκα το δείπνο της αγάπης να χνίζει στο τραπέζι
κι η παιδική μνήμη λεπτή πεταλούδα έπαιζε γύρω απ' τη λάμπα σου.
Αγρυπνούσες περιμένοντας την επιστροφή μου κι όταν εγώ του απείρου αιραστής
μυθιζόμουν στους ήσυχους και στις αμφιβολίες του εθέρα.
Εσύ με ένα δάχτυλο ζεστό μου δείχνες πάλι τα ίχνη του εδάφους
και ξανά πλάθες την δέφρα μου σε ανθρώπινο σχήμα.