Κι ο ήλιος στον λυπή
και σαν είδε το φτωχό την πολυχρόνα με τις ρόδες να κυλάει
κι αχ, ορυβά τραβή, κτυπέ πίσω από το σταθμό
και τ' άφησε μια σκυρή γωνιά να πάει.
Κοίταν το θέαμα φρικτό,
έχει μύρου διαβαριά κι ούτε μπορούσα από δίπλα να περάσω
και τις θάσεις πήγανε κάμπος το μακριά,
ο να μπορούσας όλους τα ίδια να μοιράσω.
Και κάποιος είπε ξεχάστο και σαν εφούντε κοίτα,
είπες να στείλουν τ' αυτοκίνητο του δίνου
όχι,
όχι ξέρω δεν μπορώ,
δεν μ' ανθρώπουσαν κι αυτούς,
να τα χτιστώ και να μοιράσω τη ζωή μου.
Κι εκείνος πάει πέθανε κάτω στον πύρεα
κι ήταν φρικτό μοναχοτού να τον αφήσουν
μα μόνο κάθρεφτα κι ανέ και χάντρες πλούμιστες
είναι ικανές στο μέσα σας να συγκινήσουν.
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật
Đang Cập Nhật