Έχει ζωή μεγάλα αδέρφια,
έχει σκοτούρες και σε κλέτια,
κι αν δεν το τσούξεις και λιγάκι,
θα ξεκινήσει το φαρμάκι.
Σμαρ να παίρνω λοιπόν τα ταβερνία και
του αλάζω του κρασκιού τον ανανία.
Κίρνω πουλές στο άτωμό μου και βιβαλέος στο νέα χτώ μου
και πριν ο πόνος μου με δύρει,
και πριν ο πόνος μου με δύρει,
το βρίγω μέσα στο ποτήρι.
Σπάρ να παίρνω λοιπόν τα ταβερνία
και του αλάζω του κρασκιού τον αναδία.
Όσο θα ζω βρε θα το πίνω
κι αν γελούν καρπίδες δίνω.
Το κιά και πίκρες τις ξεχνάω,
το κόκκιδελι σα ρουφάω.
Το κιά και πίκρες τις ξεχνάω,
το κόκκιδελι σα ρουφάω.
Σπάρ να παίρνω λοιπόν τα ταβερνία
και του αλάζω του κρασκιού τον αναδία.